Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Ηλίας Μπιτσάνης 13 ώρες · Εμείς εδώ το λέγαμε πούργι

Εμείς εδώ το λέγαμε πούργι. Μια μεγάλη κόφα με πλεχτό καλάμι που χρησιμοποιούσαμε για τη μεταφορά κυρίως των σταφυλιών αλλά και αντικειμένων. Ζυγίζονταν ανά δύο στα πλευρά του γαϊδουριού ή σε... εξελιγμένη μορφή... πισοκάπουλα στο ποδήλατο. Στο Φαρμίσι η οικογένεια διέθετε το σχετικό... εξοπλισμό, από τα παλιά τα χρόνια οι θείοι μετέφεραν με το ποδήλατο στην αγορά της Καλαμάτας τα σταφύλια. "Δερβέναγας" η γιαγιά ήταν της... τακτοποίησης. Τα έβαζε σε στρώσεις ανάμεσα σε αμπελόφυλλα, διαλέγοντας τα καθαρά. Κέρινο κιτρινωπό και αρωματικό, αγούμιστο τραγανό και μεγαλόρωγο από το αμπέλι που βρισκόταν στη δεύτερη αναβαθμίδα από το πατρικό. Σε μας έμεναν οι ρώγες από τα "φαγουλάρικα" και άφθονος ροδίτης από το αμπελάκι δίπλα στο σπίτι που ήταν και η βάση για το κρασί της οικογένειας.

Το πούργι όμως ήταν... πολλαπλής χρήσης. Δυό καλοκαίρια την έβγαλα μέσα σε αυτό όταν οι άλλοι έλειπαν από το σπίτι μαζεύοντας σταφίδες ή σύκα και έμενα με τον παππού Ηλία. Ηταν κάτι σαν το "παιδικό πάρκο" των ημερών μας που αφήνουν τα παιδιά να παίξουν στο διαμέρισμα για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού. Μια κουρελού για εσωτερική επένδυση και όλα καλά. Αν όμως έχεις... πούργι για πάρκο, που να βρεις παιχνίδι να παίξεις; Και όμως το ρόλο του παιχνιδιού τον έπαιζε η μελιτζάνα που ήταν σκληρή και ένα μωρό στην καλύτερη περίπτωση την έγλυφε. Απομακρύνθηκε όταν ο παππούς την ώρα που προσπαθούσε να με ηρεμήσει, ανακάλυψε ότι είχα βγάλει δόντια και άρχισαν να δαγκώνω.
Τρίτο χρόνο στο πούργι δεν πρόλαβα. Οχι γιατί μεγάλωσα, αλλά γιατί ο παππούς έφυγε ξαφνικά κάπου στα 74 χρόνια του. Οταν γεννήθηκα μέναμε στο Νησί στου Πατσαβούρα. Στην Παπατσώνη που τη λένε σήμερα, το δρομάκι δίπλα στου Κανέλλου που συναντούσε το Ταμείο στη συμβολή του με την Καπετάν Κρόμπα. Εκείνο το κτήριο που κατεδαφίστηκε πριν λίγο καιρό, συμπληρώνοντας το "ανάθεμα" της καταστροφής των δειγμάτων του παλιού πολιτισμού. Στα μεγαλύτερα χρόνια θυμάμαι τις... πτήσεις χαρτιών από το εσωτερικό του εντυπωσιακού διώροφου με... αρχαία προσωπικά δεδομένα όταν πλέον το Ταμείο είχε μετακομίσει.
Του Πατσαβούρα ήταν ένα χαράπατο όπως τις παλιές ελληνικές ταινίες. Διώροφη παμπάλαιη κατασκευή με επιμήκες μπαλκόνι, χωρισμένη σε μονόχωρα ή δίχωρα "διαμερίσματα". Με ξύλα, πλίθες και τσατουμάδες. Ενα κοινόχρηστο πλυσταριό και μια αυλή για όλους. Υπαλλήλους, εργάτες και μαθητές που έρχονταν από τα χωριά. Εμείς είχαμε ένα δίχωρο, ο πατέρας μόλις είχε πιάσει δουλειά με σύμβαση στην Ενωση. Στο ένα το σιδερένιο κρεββάτι και δίπλα η κούνια μου: Δυό ξύλινες καρέκλες ενωμένες με κουρελούδες για υπόστρωμα, κολλημένες στο κρεβάτι με την πλάτη προς τα έξω για λόγους ασφαλείας.
Αυτό ήταν και το μικρό μας "βασίλειο" που ζούσαμε όταν δεν ήμασταν φιλοξενούμενοι του παππού στο Φαρμίσι. Το μπαλκόνι είχε ξύλα για προφύλαξη αλλά στο βάθος του διαδρόμου κατά το βορρά υπήρχε ένα σύρμα αγκαθωτό που προφύλασσε από πτώσεις και ενδεχομένως κλέφτες, έβλεπε κατά του μακαρίτη του Τσούση, δημάρχου τότε στο Νησί. Αυστηρός αλλά φιλικός με τα παιδιά (δεν είχε δικά του) και μια γλυκύτατη σύζυγο που φρόντιζε να μας προμηθεύει με καλούδια όταν... μπουσουλάγαμε στη γειτονιά. "Ταίρι" μου μια κοπελίτσα που γεννηθήκαμε την ίδια εποχή. Είχε ένα παράξενο όνομα, Αντζουλίνα την φώναζαν, ποτέ δεν έμαθα γιατί. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως ο πατέρας της ήταν εργάτης. Και ότι πάνω στο παιχνίδι την πέταξα στα σύρματα για να εισπράξω το ανάλογο μπερντάχι γιατί το κοριτσάκι μάτωσε και έβαλε τις φωνές. Από τότε ούτε την είδα, ούτε έμαθα τι απέγινε στη ζωή της. Ηταν η πρώτη του φίλη, το πρώτο παιδί που παίξαμε μαζί.
Η αυλή και το σπίτι είχαν μια τεράστια (στα μάτια μας τότε) πόρτα και έξω από αυτήν υπήρχε μια μουριά και ένας μικρός ελεύθερος χώρος. Εκεί έπαιζα όταν ένα πρωινό το φθινόπωρο του 1956, είδα να φθάνει ο Γαλάτης από το χωριό με το ποδήλατο και μου έκανε εντύπωση. Μετά κατάλαβα ότι ο παππούς είχε πεθάνει ξαφνικά και δεν θα τον ξανάβλεπα. Στο ίδιο σημείο λίγο καιρό αργότερα έπαιζα με το πρώτο μου παιχνίδι μετά τη... μελιτζάνα. Ηταν ένα αυτοκινητάκι που μου είχε φέρει από τη Θεσσαλονίκη ο θείος (και νονός μου) Χρήστος, όταν ήρθε στις 40 του παππού.
Θραύσματα μνήμης από τον παππού Ηλία και την εποχή που τον έζησα. Στο μικρό πατρικό στο Φαρμίσι, στην ξελότζα και το λινό που ήταν και το πιο δροσερό μέρος του σπιτιού τα καλοκαίρια. Εκεί με κρατούσε στο πούργι λέγοντας ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου