Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Η βρύση του Τζούμη.

Μια πηγή ζωής από την αρχαιότητα.


Πολλές ήταν οι πηγές τριγύρω στην Ιθώμη,
στο ιερό βουνό της Μεσσηνίας,στα χρόνια
τα παλιά.Τούτο λένε οι γραφές,οι μαρτυρίες,
οι παραδόσεις και τα σημάδια που άφησαν
στις μνήμες και στη γής από το πέρασμά
τους.Μία από τις λίγες που απέμειναν και προσφέρουν ζωή ακόμα είναι η βρύση του Τζούμη,που αποτελεί σημείο αναφοράς για
την περιοχή.Οι υπόλοιπες στέρεψαν στο
διάβα των αιώνων από τις γεωλογικές μεταβολές,την αποψίλωση του εδάφους
λόγω πυρκαγιών, κ.λ.π.



Η ιστορία του χωριού Τζούμη ή Τζέμη.

Στα τέλη του 14ου αιώνα στη Μεσσηνία ο πληθυσμός είχε μειωθεί δραματικά.Αιτία ήταν κυρίως οι διάφοροι λοιμοί και οι πόλεμοι.Την εποχή αυτή κυριαρχούσαν στην Πελοπόννησο
οι Παλαιολόγοι του Μυστρά,υπό τον δεσπότη Θεόδωρο τον Αο(1383-1407).
Το 1405 ο Θεόδωρος Παλιολόγος για να ενισχυθεί η περιοχή με νέο αίμα,μετέφερε και εγκατέστησε στη Μεσσηνία Αρβανίτες από την Αλβανία και συγκεκριμένα από την περιοχή του Ελμπασάν, οι οποίοι προέρχονταν από τη φάρα των Τόσκηδων και ήταν Χριστιανοί ορθόδοξοι,αντίθετα με τους Αρβανίτες της φάρας των Λιάπηδων και των Γκέκηδων οι οποίοι ήταν καθολικοί και αργότερα στην Τουρκοκρατία,αρκετοί από αυτούς ασπάσθηκαν τον Ισλαμισμό.Οι Τόσκηδες Αρβανίτες ήταν φίλα προσκείμενοι στους Έλληνες,λόγω της Ορθοδόξου πίστεως τους και πολέμησαν στο πλευρό τους εναντίον των Τούρκων.Είχαν βέβαια και έναν πολύ άξιο λόγου πολιτισμό λόγω της γειτνίασης τους με τους Έλληνες.

Ένα από τα Αρβανιτοχώρια που δημιουργήθηκαν τότε στην Μεσσηνία,είναι και το χωριό Τζούμη ή Τζέμη κατά άλλους μελετητές.
Το όνομα αυτό πιθανότατα ανήκει στην πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο σημείο αυτό,όπου και έλαβε το όνομα η ομώνυμη βρύση.Οι κάτοικοι αυτοί ήταν ποιμένες και φιλήσυχοι άνθρωποι,χριστιανοί ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική ζωή της Ιθώμης.
Το μοναδικό κτίσμα που υπάρχει σήμερα εκεί,είναι ένα από τα πολλά σπίτια που υπήρχαν
και ανακατασκευάστηκε από τους μοναχούς του Βουλκάνου για να χρησιμοποιείται από
το εκάστοτε βοηθητικό προσωπικό της Μονής,που εργάζονταν στα κτήματά της.Έως και
την 10/ετία του '80 διέμενε εκεί ο Σέμπρος με την οικογένεια του,που απασχολείτο κυρίως
με τα αιγοπρόβατα που διέθετε το Μοναστήρι.Πίσω από το σπίτι αυτό έχουν εντοπισθεί παλιοί τάφοι,που προφανώς ανήκουν στους Αρβανίτες κατοίκους του Τζούμη.
Οι μεγαλύτεροι θυμούνται με νοσταλγία,την μοναδικής ομορφιάς πέτρινη βρύση,που υπήρχε εκεί έως τα τέλη της 10/ετίας του '70 και που σε συνδυασμό με τα πλατάνια,τις οξιές,τις ελιές και τα ποικίλα βότανα του βουνού εκστασίαζαν και μάγευαν τον οδοιπόρο.Στη συνέχεια ήλθαν οι μπουλντόζες και το τσιμέντο για να θάψουν μνήμες αιώνων και την φυσική ομορφιά,αλλά και για να δημιουργήσουν,στην κυριολεξία,αυτό το απαράδεκτο έκτρωμα που βλέπουμε σήμερα.


Βαλυραίοι τη 10/ετία του '50 στη βρύση του Τζούμη





Διακρίνονται από αριστερά:
Τάσης Μπουρίκας,Ερρίκος
Λινάρδος,Κατίνα Μπουρίκα
κ! Παναγιώτης Στρατής.




***


Το ιστορικό της καταστροφής του χωριού.
Και ενώ η Βυζαντινή αυτοκρατορία ψυχοραγούσε και σε λίγο η Πόλη των Πόλεων
η Κωνσταντινούπολη,πέφτει στα χέρια των Τούρκων,ο Εμμανουήλ Κατακουζηνός
γνωστός με το προσωνύμιο Γκίνης και προ πάντων γνωστός για τον τυχοδωκτισμό
του,το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι η ιδιοτέλειά του.Προς το σκοπό αυτό
παρασύρει τον Αρβανίτη οπλαρχηγό της Κυπαρισσίας(Αρκαδιάς),Πέτρο Μούα (ή Μπούγα)
σε μια πολεμική σύρραξη εναντίον του Θωμά και Δημητρίου Παλαιολόγου, προκειμένου να τους εκδιώξουν από το Μοριά και να γίνει αυτός Δεσπότης και κυρίαρχος.Και τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος σε μια κίνηση που δεν μπορεί να τη χωρέσει ανθρώπινος νούς,κάνει το εξής τραγικό και εξωφρενικό.Απευθύνεται στον Μωάμεθ τον Βο τον πορθητή της Κωσταντινούπολης και φονιά του αδελφού του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου,τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου και ζητάει βοήθεια για να αντιμετωπίσει τον Κατακουζηνό και τους Αρβανίτες συμμάχους του.Αυτό έγινε πρίν ακόμα συμπληρωθεί κάν χρόνος από τη πτώση της Βασιλεύουσας.Έτσι το 1454 ο Μωάμεθ δίνει διαταγή στον πασά της Θεσσαλίας Τουραχάν,να κατέβει στην Πελοπόννησο και δή στη Μεσσηνία, για να καταπνίξει το κίνημα του Κατακουζηνού.Η κάθοδος του Τουραχάν στη Μεσσηνία συνοδεύτηκε από φοβερές σφαγές των Αρβανιτών,πολλά χωριά των οποίων καταστράφηκαν εκ θεμελίων. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το χωριό του Τζούμη που στην κυριολεξία εξαφανίστηκε από το χάρτη.Όσοι κάτοικοι επέζησαν ενσωματώθηκαν στις τοπικές κοινωνίες.
Ο χώρος αυτός ανήκει στην Ιερά Μονή Βουλκάνου και μέχρι της 10/ετία του '70 παραχωρείτο,μαζί με το μοναδικό σπίτι που διατηρείται,στον Σέμπρο ο οποίος βοσκούσε τα αιγοπρόβατα της Μονής.

Ελπίδα η αγάπη του Μητροπολίτη μας για την παράδοση.
Η αγάπη του ποιμενάρχη μας σημερινού Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ.κ. Χρυστόμου Σαββάτου,για τις παραδόσεις μας και την παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική,είναι η μοναδική ελπίδα για την επανακατασκευή με παραδοσιακό σχέδιο της βρύσης του Τζούμη.Και προς το σκοπό αυτό πρέπει να συνδράμουνε όλοι,τοπική αυτοδιοίκηση,υπουργείο πολιτισμού, δασαρχείο κ.λ.π.Μην ξεχνάμε ότι η βρύση αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της Ιθώμης και ιδιαίτερα με την Ιερά Μονή Βουλκάνου,όπου οι προσκηνυτές της ξεπέζευαν εκεί για να ξαποστάσουν από το δύσκολο ανηφορικό πονοπάτι,αλλά και σήμερα παρά την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων,όλοι σταματούν εκεί για να δροσιστούν και να θαυμάσουν τη μοναδική θέα προς την μακαρία Μεσσηνιακή γη και τον Μεσσηνιακό κόλπο.Στα τέλη της 10/ετίας του '70 έπεσε << θύμα >> αδαών ανακαινιστών και τσιμεντοποιήθηκε,όπως και η Ιερά Μονή Βουλκάνου,που έχασε με την τότε συντήρησή της σημαντικό μέρος της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής.Σήμερα,και για το λόγο επί πλέον της ανάπτυξης που παρουσιάζει η περιοχή,είναι επιτακτική η ανάγκη για την αναβάθμιση και την αναπαλαίωση του χώρου αυτού και γιατί όχι; και την δημιουργία τουριστικού περιπτέρου συμβατού με την ιερότητα του χώρου που ανήκει.



Γιάννης Ερρίκου Λινάρδος

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Αναμνήσεις από τα ποτιστικά

Τα απείρου κάλλους Μεσσηνιακά Τέμπη
των θρύλων και της ιστορίας.
Στο ποταμό ''Βαλύρα'', του πανάρχαιου θρυλικού λυράρη Θάμυρη.

Θυμάμαι ήταν Αύγουστος.Σχολιαρούδι τότες.Ξαπλωμένος στο πεζούλι , με τα πόδια κρεμασμένα ,ρέμβαζα στο μελιχρό εκείνο δειλινό.Ο ήλιος ξάπλωνε το πυραχτωμένο του κορμί στη κορυφή του Αγιό Βασίλη,σαν να ήθελε να ξαποστάσει.Αγάλι-αγάλι ανέβαινε ο ίσκιος στο βουνό ,σαλτάριζε τα ισιώματα.
Θεόρατα κυπαρίσσια στο Γοργόρεμα ,γέρναν
τις λιγερές κορφές τους να τον καλωσορί-σουν.Λαμποκοπούσε ακόμα η Σιόριζα κι' ανάμεσα το ποτάμι με μυλαύλακο χαλί ξεδιπλωμένο, καταπράσινο.Η κοιλάδα των Τεμπών,έτσι την είχα βαφτίσει τότες και μου φαίνεται δε λάθεψα.Ένας κούκος με μονότονη συρτή φωνή σάλιαζε το σούρουπο τη νύχτα.
Γαϊδουράκια φορτωμένα με κατάμεστα κοφίνια,κατσίκες σα μπάλες φουσκωμένες,
μαρτίνια,γυναίκες και παιδιά,ανηφόριζαν το κακοτράχαλο δρομάκι για το Μπιζάνι,
για την απάνω ρούγα, για το μαχαλά του Αγιό Θανάση .Αντιλαλούσαν οι πλαγιές και το Γοργόρεμα.Πάνω σε μια μουριά, κάτω εκεί κοντά, ένας άνθρωπος ανέμιζε το τσεκούρι του.Γκάπ-γκούπ, γκάπ-γκούπ ,και σαν να σχίζανε σεντόνι,ένα παρατεταμένο κρρρρ, ήχησε στ’ αυτιά μου.Νάτος πάλι,νάτος πήδησε πάνω του και
σαν να τσαλαπάταε σταφύλια,το ξέκανε,το έκανε κομ-μάτια το διέλυσε.Πύκωσε το σκοτάδι ,σκυφτός διαβαίνει
το στρατί ,την πρώτη βόλτα, τη δεύτερη,στην τρίτη
κοντοστέκεται να πάρει ανάσακαι νάτος στέκει ολόρθος πίσω μου.Τον φοβήθηκα,κράταγα την αναπνοή μου μην ακούσει μη με δεί.<<Στο καλό μπαξεδάκι μου στο καλό>> μουρμούρισε με φωνή παραπονιάρικη, πονετική.Ξάφνου σαν αναστέναγμα,σα σφάχτης να το πέρασε με σπαραγμό μεγάλο,τίναξε το κεφάλι του ψηλά. Έμπηξε μια φωνή μεγάλη σα νάθελε και εκείνο να τον ακούσει <<στο καλόόό…στο καλόόό , μπαξεδάκι μου>>.Σαλτάρισε στο πλάτωμα πήρε το δρόμο,χάθηκε στο σκοτάδι.Σαν να άκουσα πατήματα στο δρόμο που πάει για τον Αγιό Θανάση.Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά του.Τόσα χρόνια πέρασαν . Χρόνια δύστυχα ταλαιπωρημένα όλο πίκρες, βάσανα,συμφορές η μια πίσω από την άλλη.
Με συμπαθάτε παρασύρθηκα.Είχε πουλήσει το μπαξέ του ο άμοιρος κατά πως έμαθα.
Πώς να μην πονέσει ο δόλιος; Είχε μπεί βαθιά μες στο πετσί του τούτος ο μπαξές.
Τον πούλησε για να προικίσει το κορίτσι του κι ήταν το τελευταίο χτήμα που είχε.
Τούτος έθρεψε αυτόν και τη φαμίλια του και τα ζωντανά του.Και τι καρπούς δεν έδινε; Καμάρωνε για τα καρπούζια του, για τα γλυκά του πεπόνια και τα μυρωδάτα ροδάκινά του. Κ’ όταν του Σταυρού πήγαινε στην αγορά να πιεί κανά ποτήρι,φούσκωναν οι τσέπες του από καρύδια και οι κορφοί του από κυδώνια.Τάρεσε τους φίλους του να φιλεύει.
Πόσα καλοκαίρια τονέ δρόσιζε; Πόσα τον εκοίμιζε; κείνο
το τσαρδί , το ξοχικό σπιτάκι καθώς το έλεγε; Πόσες φορές καθότανε δω και το καμάρωνε; Και τώρα; Άλλοςθα το χαίρονταν.Τούτο δεν το χώνευε,όχι δα δεν του πούλησε και το τσαρδί .Γκάπ-γκούπ το διέλυσε.Λαμπάδιασε κάτω το ποτάμι.Στ’ ακίνητα νερά του λάμιες λουζότανε και δίπλα τους νεράϊδες στήνανε χορό.
Ανάμεσα στις φυλωσιές μιας καρυδιάς και στη ρίζα,τα ξωτικά
χοροπήδαγαν.<< Νύχτα γεμάτη θάματα,νύχτα γεμάτη μάγια>>, ψιθύριζαν τα χείλη μου. Αντίπερα στου Μαντά τη λίμνα ένα τσακάλι ούρλιαζε, κι’ άλλο , κι’ άλλο.Πετάχτηκα και σαν να ξύπνησα στης εκκλησιάς τον τοίχο. Χάϊδεψα το κούτελό μου τα μαλλιά μου.Σαν να άκουσα βαθιά ανάσα. Μέσα κοιμόταν κείνος συλλογίστηκα με το μοναχογιό του αγκαλιά.Πάνωθέ τους έλαμπε η κανδήλα, τους συντρόφευε. Φοβήθηκα μη τους ξυπνήσω.Πάτησα στα νύχια των ποδιών μου,σιγανά-σιγανά βγήκα στο δρόμο,πήρα τον κατήφορο και τα τσακάλια ούρλιαζαν και τα σκυλιά γαύγιζαν.

Γιώργης Άρας


Υ.Γ:Μη με ρωτήσετε για το ψευδώνυμο.Δεν θα σας το πώ, παρ’ όλο ότι,όπως με πληροφοράει φίλος, ε!!! ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι.

Σημείωση από τη σύνταξη της ''Β΄΄.
Η όμορφη αυτή ιστορία είναι του αείμνηστου συμπατριώτη μας,
Γεωργίου Ν.Γεωργακόπουλου,ενός φιλοπρόοδου ανθρώπου και
θερμού υποστηρικτή του προοδευτικού κινήματος της Βαλύρας,
που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 1984.Πρωτοδημοσιεύτηκε
δε στην εφημερίδα, ''Η Βαλύρα της Μεσσηνίας'', που εξέδιδε ο
Σύλλογος Βαλυραίων της Αθήνας του οποίου υπήρξε ιστορικό μέλος.

***
Οι φωτογραφίες είναι του επίσης αείμνηστου Νίκου Γ.Περιβολάρη,
γραμματέα του Θάμυρη που έφυγε από τη ζωή στις 20/09/1985
στα 26 μόλις χρόνια του.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Η εορτή των Θεοφανείων μέσα από την Ελληνική παράδοση

Έθιμα
Ως κύρια έθιμα (ελληνικά) των Θεοφανίων θεωρούνται τα:

Κάλαντα Φώτων που λένε τα παιδιά τη παραμονή της εορτής. Από τα κάλαντα αυτά μόνο το «κάλαντο» που λέγεται στη Πάτμο θεωρείται εξ ολοκλήρου θεολογικό απαλλαγμένο από κάθε άλλη επιρροή. Αυτό αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φθάνοντας την ημέρα που ο Θεός όρισε τα ύδατα συνεχίζει με το προπατορικό αμάρτημα της Εύας και αμέσως μετά αναγγέλλει τη Βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό με μόνιμη επωδό των στίχων το «Καλή σου μέρα Αφέντη με την Κυρά».
H ανέλκυση του Σταυρού (το "πιάσιμο του Σταυρού") από κολυμβητές, τους Βουτηχτάδες. Αυτός που πιάνει το Σταυρό αφού πρώτα το φιλήσει το περιφέρει στις οικίες και λαμβάνει πλούσια δώρα. Χαρακτηριστική απόδοση του εθίμου αυτού έχει γίνει και από τον ελληνικό κινηματογράφο στη ταινία "Μανταλένα" (έστω και κωμικοτραγικά), που γυρίστηκε στην Αντίπαρο, όπου πρωταγωνιστές των βασικών ρόλων ήταν ο Παντελής Ζερβός (ως ιερέας) και η Αλίκη Βουγιουκλάκη (ως βουτηχτής).
O Αγιασμός των οικιών από τους ιερείς,
Tο "Πλύσιμο" των εικόνων (Δείτε παρακάτω Λαογραφία)και
O χορός των καλικάντζαρων.

Λαογραφία
Λατρευτικές παραδόσεις Θεοφανίων - Φυγή καλικάντζαρων

Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων (ελληνικών) εθίμων. Στην αντίληψη του Ελληνικού λαού τα Θεοφάνια είναι «Μεγάλη γιορτή Θεότρομη». Για μερικές μάλιστα περιφέρειες της Μακεδονίας (Δυτικής) αποτελούν τη μεγαλύτερη γιορτή του έτους και κάθε καινούργιο ρούχο το «πρωτοφορούν στα Φώτα για να φωτιστεί».

Αλλά και κατά τη δογματική η Βάπτιση του Χριστού συμβολίζει τη παλιγγενεσία του ανθρώπου έχοντας έτσι μεγάλη σημασία, γι΄ αυτό και μέχρι το Δ΄ αιώνα οι χριστιανοί γιόρταζαν Πρωτοχρονιά στη Βάπτιση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου.

Βασική τελετουργία των Θεοφανίων είναι ο «αγιασμός των υδάτων» με τη κατάδυση του Σταυρού κατά μίμηση της Βάπτισης του Θεανθρώπου. Στην ελληνική εθιμολογία όμως, ο εν λόγω Αγιασμός έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία δε αυτή έννοια δεν είναι ασφαλώς αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει ρίζες στην αρχαία λατρεία. Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά (στις μέρες αυτές) τη παραμονή των Θεοφανίων που λέγεται «μικρός αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με τη πρωτάγιαση ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών. Η πρωτάγιαση είναι και το αποτελεσματικό μέσο με το οποίο τρέπονται σε άγρια φυγή οι καλικάντζαροι εκτός από το άναμμα μιας μεγάλης υπαίθριας φωτιάς.
Ο Μεγάλος όμως Αγιασμός γίνεται ανήμερα των Θεοφανίων εντός των Εκκλησιών σε ειδική εξέδρα στολισμένη επί της οποίας φέρεται μέγα σκεύος γεμάτου ύδατος. Στη συνέχεια γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στη Θάλασσα ή σε γειτονικό ποταμό ή λίμνη ή και στην ανάγκη σε δεξαμενή (όπως στην Αθήνα). Η κατάδυση του Σταυρού, κατά τη λαϊκή πίστη δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές ικανότητες. Οι κάτοικοι πολλών περιοχών μετά τη κατάδυση τρέχουν στις παραλίες της θάλασσας ή στις όχθες ποταμών ή λιμνών και πλένουν τα αγροτικά τους εργαλεία ακόμη και εικονίσματα. Κατά τη κοινή λαϊκή δοξασία ακόμη και τα εικονίσματα με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική δύναμη και αξία τους που την αποκτούν όμως εκ νέου από το αγιασμένο νερό.

Αυτή ακριβώς η διαδικασία δεν αποτελεί παρά μόνο ακριβώς πιστή επιβίωση των αρχαίων δοξασιών. Οι αρχαίοι π.χ. Αθηναίοι είχαν τη τελετή (διαδικασία) των γνωστών «Πλυντηρίων» όπως την αποκαλούσαν κατά την οποία μετέφεραν «εν πομπή» στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς. Εκεί το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν από ρίπους και να ανανεωθούν οι ιερές δυνάμεις του αγάλματος.

Σήμερα οι γυναίκες πολλών περιοχών επαναλαμβάνουν αυτό το αρχαίο έθιμο το πλύσιμο των εικόνων συνδυαζόμενο όμως και με άλλες πράξεις της μεσαιωνικής και αρχαίας μαγείας. Όπως στη Πλάκα της Μυτιλήνης που την ώρα που βουτούν οι βουτηχτάδες να πιάσουν τον Σταυρό οι γυναίκες την ίδια στιγμή «παίρνουν με μια κρατούνα (= νεροκολοκύθα) νερό από 40 κύματα κι έπειτα με βαμβάκι που βουτούν σ΄ αυτό καθαρίζουν τα εικονίσματα χωρίς να μιλούν σε όλη αυτή τη διαδικασία («άλαλο νερό») και στη συνέχεια το νερό το ρίχνουν σε μέρος που δεν πατιέται (σε χωνευτήρι της εκκλησίας)».
By:Wikipedia