Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Στα χρόνια τα παλιά... ψαρεύοντας στον ποταμό ''Βαλύρα''


ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ 
ΒΑΛΥΡΑ ΙΘΩΜΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 
ΤΚ 24002 , ΤΗΛ. 2724071016

Το μεγαλύτερο και καλύτερο σούπερ μάρκετ των παιδικών μας χρόνων ήταν η ίδια η φύση. Χωρίς καθόλου χρήματα μάθαμε να ζούμε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και βοτανίζοντας, ζώντας έτσι τις εποχές, τη χλωρίδα-πανίδα της κάθε εποχής, αποχτούσαμε δεξιότητες, και είμαστε γεμάτοι αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία και ευτυχία, γιατί από αυτές τις δραστηριότητες, εκτός τα προς το «ΖΕΙΝ», εξασφαλίζαμε και το χαρτζιλίκι μας, και πραγματοποιούσαμε τα παιδικά μας όνειρα, αγοράζοντας τα περιοδικά της εποχής και πηγαίνοντας στην Καλαμάτα κινηματογράφο στην ΗΛΕΚΤΡΑ. Είναι 3 βιωματικά αυτοτελή διηγήματα των παιδικών μας χρόνων , με πρώτο το ψάρεμα.
Το ψάρεμα στο ποτάμι -αυλάκι με φλόμο, αλεβούρι, ασβέστη, λαμαρίνες, ασυτελίνη, καλαμωτές, κόφες, δίχτυα, βρόχια, κοφίνες, αγκίστρια, καβούλα, πεταχτό, δυναμίτη κ.λ.π και το κυνήγι στον κάμπο με δόκανα, αγκίστρια, ή λάστιχο, ήταν για μας τρόπος ζωής, το καλοκαίρι.
Ήταν τρεις στην παρέα. Η συμφωνία κλείστηκε.Το πρωινό της άλλης ημέρας θα πήγαιναν στο διπλανό χωριό να κόψουν αλεβουρι,για να φλωμόσουν την Πινημένη.Χώρισαν και πήγαν για ύπνο. Η αγωνία δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.

Η ώρα είναι 4. Σηκώνεται σα γάτα παίρνει το σακκί και μια ψαλίδα και πάει να πάρει το ποδηλατό του.Το ένα λάστιχο είναι ξεφούσκωτο.Φοβάται να γυρίσει πίσω για να πάρει την τρόμπα, μήπως τον ακούσουν και βγαίνει έξω στο δρόμο. Ακούγεται το γαύγισμα του σκύλου του. Το καλόπιασμα τον ησυχάζει. Θέλει να καβαλήσει το ποδηλατό του και να φύγει γρήγορα. Τελικά το πάει με τα πόδια και ο σκύλος από κοντα. Στη δεύτερη στροφή ο σκύλος ορμά σεναν άλλον. Τα γαυγίσματα δυναμώνουν. Ο φίλος του πετάγεται στο παράθυρο. Του λέει δεν θα πάει μαζί του, γιατί το έμαθαν οι δικοί του. Τα σκυλιά ησύχασαν ακούγοντας τις διαταγές των αφεντικών τους. Πως τόμαθαν οι δικοί σου. Να, χτές το βράδυ που το συζητάγαμε μας άκουσε ο σαμαράς και το είπε στους δικούς μου. Καλύτερα να αφήσουμε το αλεβούρι και να πάμε με το δίκτυ και τις κόφες . Δος μου την τρόμπα του ποδηλάτου σου και θα πάω μόνος μου.Εγώ φταίω που σας είπα το μυστικό μου, για το αλεβούρι. Πήγαινε μόνος σου μιας και ξέρεις το μέρος και μόλις γυρίσεις πάμε μαζί και το ρίχνούμε στο ποτάμι. Καλά , μόλις θα γυρίσω θα συναντηθούμε στο λιοτρίβι του Μακρή, θα το κρύψουμε και θα αποφασίσουμε πότε θα το κόψουμε στο ποτάμι. Παίρνει την τρόμπα, φουσκώνει το ποδήλατο και φεύγει με το σκύλο του.
Η απόσταση είναι κάπως μακρυνή. Η αγωνία αυξάνει όσο πλησιάζει στο άλλο χωριό.
Θα βρεί αλεβούρι οσο χρειάζεται για να φλωμόσουν την Πινημένη.Περνά το χωριό και φτάνει στο βουνό του χωριού.Κρύβει το ποδήλατο σε μια πατουλιά και με το σκύλο του ψάχνει για αλεβούρι, σαν να τον κυνηγάνε. Ο σκύλος τρέχει δεξιά και αριστερά παίζοντας με τις ακρίδες.Άρχισε να ξημερώνει. Το καρδιοχτύπι και η αγωνία κορυφώνονται. Το αλεβούρι δεν γέμισε το σακκί.Ο χρόνος περνά γρήγορα και σε λίγο φάνηκε ο ήλιος και η ζέστη διαπερνά το κορμί του.Βλέπει μια μεγάλη αλεβουριά και γεμίζει το σακκί. Η ικανοποίηση είναι μεγάλη. Δένει το σακκί με το σύρμα και καλεί το σκύλο του να πάνε στο μέρος που είχε κρυμμένο το ποδήλατο. Το δένει βιαστικά πίσω στη σκάρα γεμάτος αγωνία. Εκείνη τη στιγμή περνά κάποιος άγνωστος. Ο σκύλος του επιτίθεται και ο άνθρωπος το βάζει στα πόδια. Καβαλλάει το ποδηλατό του, ευχαριστεί το σκύλο του για τη βοήθειά του και αρχίζει το τραγούδι, μιας και το αλεβούρι είναι σακκιασμένο. Πλήσιάζοντας στο χωριό αποφασίζει να πάει στο ποτάμι,για να μην τον ιδούν και χαλάσουν τα σχέδια. Πηγαίνει στο Μπεζεστένι,σκεπάζει το σακκί με καλάμια, παραμένει μερικά λεπτά, βλέπει πως δεν τον παρακολουθεί κάποιος ,χαιδεύει το σκύλο του και πάει στο χωριό.
Αρχίζει να σουρουπώνει.Τρία άτομα πλησιάζουν στο ποτάμι μ'ενα γαιδούρι φορτωμένο δυο κόφες με τα σύνεργα για το ψάρεμα και παρέα το σκύλο. Ξεφορτώνουν το γαιδούρι και ο Γιάννης πάει να φέρει το σακκί με το αλεβούρι. Ο Σπύρος και ο Κώστας φτειάχνουν το χύμα και τοποθετούν μέσα το δίχτυ και δίπλα τις κόφες. Ο σκύλος κάνει το μπάνιο του παίζοντας με τα ποταμίσια πουλιά. Αφού δέσανε το γαίδαρο κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου και του έβαλαν να φάει κλαρί από ιτιές και φύλλα από καλαμιές, άρχισαν να βγάζουν από τις κόφες τα σύνεργα. Φακούς, λαμαρίνες,απόχες, δίχτυ,βρόχια, ψαλίδες,τσεκούρια, αξίνα, φτυάρι, βρόχια και μια απόχη. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Βάσω με την οποίο κάναμε μαζί μπάνιο στο μύλο. Παιδιά να βοηθήσω και εγώ ,για να πάρω μερτικό. Βοήθησε και θα πάρεις και συ το μερτικό σου.Βάλε τα σμερούχια και καλάμια για να φράξουμε τη λίμνη και κάτσε να πιάνεις τα κεφαλόπουλα που θα προσπαθούν να φύγουν από τη μια λίμνη στην άλλη
Παιδιά φωνάζει ο Γιάννης. Εγώ θα φτειάξω το χαντάκι για να φεύγει το νερό και σείς θα βάλετε το αλεβούρι στις κόφες, για να το κόψετε με τις ψαλίδες. Πρέπει να φράξουμε τη λίμνη, για να μην φεύγουν τα ψάρια και πηγαίνουν στην άλλη λίμνη. Για να μην αργούμε εγώ θα φτειάξω το χαντάκι λέει ο Σπύρος, εγώ θα κόψω σμερούχια και καλάμια και ο Κώστας θα βάλει τα βρόχια στο νερό. Έτσι έγιναν όλα με μεθοδικότητα και όλοι μαζί άρχισαν με τις ψαλλίδες να κόβουν το αλεβούρι. Σε μια στιγμή έρχεται και ο τέταρτος της παρέας,ο Λέγουρδας. Καλά κατάλαβα ρε Νταλόγιαννη ότι θα φλωμόσεις την Πινημένη. Αχιλλέα δε σε βρήκαμε χτές το βράδυ στην παρέα, γιατί ήσουνα στο Οπα και μάζευες σύκα. Σα μεγαλύτερος που είσαι το ξέρουν στο χωριό; Είπαν, για να μην είναι ο Νταλόγιαννης στα κυπαρίσσια, στου Βίγκου, κάτι θα κάνει στο ποτάμι.Άρχισαν όλοι μαζί να θολώνουν το νερό της λίμνης και τα κεφαλόπουλα πήδαγαν από τη μια λίμνη στην άλλα ή εβγαιναν έξω από το νερό. Τα βατράχια, φίδια και καβούρια έβγαιναν έξω από το νερό.Η Βάσω πήρε το μερτικό της και έφυγε νωρίς γιατί θα ανυσηχούσαν οι δικοί της. Σε μια στιγμή ο σκύλος άρχισε να ουρλιάζει ,γιατί ένας κάβουρας τον δάγκωσε στο πόδι του, τον ήρεμησα και τος αφαίρεσα από το πόδι του. Τα ψάρια και χέλια άρχισαν να κορφιάζουν , τα βρόχια άρχισαν να βαραίνουν από ψάρια και χέλια και η απόχη άδειαζε στην κόφα από ψαρόχελα. Η νύχτα άρχισε να κάνει την παρουσία της. Ανάψαμε το λουξ και την ασυτελίνη και με τους φακούς φωτίζαμε το νερό της λίμνης.Σε μια στιγμή ακούγεται.Νταλόγιαννη χελομάνα. Φέρε τη λαμαρίνα και απόχη,η χελομάνα όμως χάθηκε στο νερό.Η μια κόφα γέμισε, η άλλη είναι στη μέση, τα βρόχια είναι ασήκωτα και εκείνη τη στιγμή η χελομάνα μπαίνει στην απόχη. Ο σκύλος παίζει μαζί της και με γρήγορες κινήσεις ο Λέγουρδας τη σκοτώνει με το τσεκούρι και τη βάζει στην κόφα
Ο σκύλος γαυγίζει δυνατά. Σβύνουν τους φακούς, το λουξ και την ασυτελίνη και επικρατεί ησυχία. Όλοι στήνουν αυτί.Πλησιάζουν τα βήματα όλο και πιο κοντά. Ο σκύλος πήρε το σύνθημα και κάνει αιφνιδιασμό. Οι άλλοι τρείς μπαίνουν στη λίμνη μαζεύουν τα βρόχια και ο Νταλόγιαννης φορτώνει στο γαίδαρο τις κόφες που ήταν βαρειές και ασήκωτες, όπως και τα βρόχια.
Αστυνομία. Σας πιάσαμε, μην κουνηθήτε.Πιάστε το σκύλλο σας.
Αστους να κάνουν ότι θέλουν. Φέρε την απόχη και φύγαμε.
Βοήθεια-βοήθεια, ο σκύλλος με δάγκωσε, θα σας κλείσουμε στο τμήμα
Η παρέα αφού φόρτωσε τα πράγματα στο γαιδούρι, πήρε το δρόμο προς τον αγιο Βλάσση και από εκεί στο νεκροταφείο και ο σκύλλος απειλούσε τους απρόσκλητους επισκέπτες.Σε μια στιγμή ο ενας της παρέας φωτίζει τη λίμνη και βλέπει 4 γύρω από τη λίμνη.
Ποιος είσαι ρε κερατά που φωτίζεις. Ότι πήρατε πήρατε, τα υπόλοιπα ψαρόχελα είναι δικά μας.
Καλεί το σκύλο και το βαθύ σκοτάδι καλύπτει τις κινήσεις τους. Τρέχοντας μαζί με το σκύλλο συναντά την παρέα και ο Σπύρος τον ρωτά
Ποιοί ήταν.
Ο αδερφός μου με κάτι ξύπνιους.
Εμείς τη δουλειά μας την κάναμε. Χάσαμε μερικά ψάρια. Τα πιο πολλά τα πιάσαμε. Θα πάμε να τα μοιράσουμε στο νεκροταφείο.
Στο νεκροταφείο με το φως των καντηλιών των μνημάτων, γίνεται η δίκαιη μοιρασιά.Ξεχωρίζουν τα χέλια και τα ψάρια, τα κάνουν βουρλιές και φεύγουν για το χωριό.Τα καφενεία και οι ταβέρνες είναι ακόμη ανοιχτά και το τσου μπόξ, παίζει τραγούδια του Καζαντζίδη. Ενα φορτηγό αυτοκίνητο εκείνη τη στιγμή με τα φώτα τυφλώνει το γαιδαρο και τον τραβούν από το καπίστρι, για να μην γίνει ατύχημα.
Η παρέα χωρίζει, βάζουν τα ψάρια στο ψυγείο πάγου και την άλλη ημέρα πάνε όλοι μαζί στη λίμνη.Το θέαμα ήταν συναρπαστικό. Πάνω από 50 άτομα άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροι,σκυλιά ,μέσα και έξω από τη λίμνη της Πινημένης. Σωστό πανδαιμόνιο. Ψαρεύουν όλοι.
Μια σκυλομαρίνα με δάγκωσε. Βοήθεια........
Δεν ξέρεις ότι οι σκυλομαρίνες έχουν δόντια. Μήπως την πέρασες για χαμοσούρτη.
Η παρέα χαίρεται για το θέαμα. Το αλεβούρι έκανε το θαύμα του. Όλο το χωριό θα γιορτάσει.
Την άλλη ημέρα ξημέρωνε 6 Αυγούστου. Ήταν η γιορτή του Σωτήρος που το έθιμο απαιτεί ψάρι και γινόταν μεγάλο πανηγύρι-γιορτή την παραμονή και ανήμερα, στο Αντρομονάστηρο, κοντά στο χωριό Πετράλωνα, με πλήθος πιστών από τη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς. Υπάρχει και παλιά φωτογραφία με μεγάλη παρέα από τη Βαλύρα.

ΤΟΠΟΙ ΨΑΡΕΜΑΤΟΣ
Ποτάμια Μαυροζούμενα, Πάμμισος, αυλάκι Βαλύρας κυρίως το Σάββατο , ρέματα Βαλύρας-Λάμπαινας-Λυγίδι-Νιοχώρι-Μήλα-Φίλια.
ΕΙΔΗ
Ψάρια (χαμοσούρτια, σκυλομαρίνες,τριχόπουλα, κεφαλόπουλα, ,μενίδες κόκκινες, μενίδες γκαστρούδες, μπάφες),χέλια,κυπρίνους ή ιταλούς ,γλυστρίτες, καβούρια,πεταλίδες και κατά λάθος φίδια.
ΣΥΝΕΡΓΑ ΨΑΡΕΜΑΤΟΣ.
Δυναμίτις, γαλαζόπετρα, ασβέστης, χλωρίνη, αλεβούρι, φλώμος, κιόπανοι, βάρκα σκουλήκια, σούμπες, ακρίδες, γλίστρες, λαμαρίνες, αγκίστρια, καμάκι, ασυτιλίνη,λουξ,σπίρτα, φωτιά, φακός, σκύλος, γαιδούρι, κατσαφάνες, βαριοπούλα, καλαμωτή, κόφα, σακκί, πιζόβολο, απόχη, δίχτυα, βρόχια, καβούλα, πεταχτό, χελοκοφίνες, ψαροκοφίνες, ψαροβότανο, και τα χέρια μέσα στις τρύπες.
ΛΙΜΝΕΣ ΨΑΡΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΟΖΟΥΜΕΝΑΣ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ
Ερχόμενοι από Ζέζα (Ανθούσα) προς Βαλύρα μέσα από το ποτάμι υπάρχει ένας μικρός οικισμός τα Δανηλέϊκα. Αριστερά είναι ένα πέτρινο γεφύρι και ο μύλος του Καραβίτη, ενώ παρακάτω είναι ο παλιόμυλος που ανήκε στο μοναστήρι του Βουλκάνου, εκεί που βρίσκεται τώρα η φάρμα του Κρεοπωλείου, των αδελφών Μπουρίκα.
Το καλοκαίρι όταν σταματoύσε η ροή στο ποτάμι σχηματίζονταν διάφορες λίμνες. Εκεί κάναμε μπάνιο, στήναμε καλαμωτές και πιάναψε ψάρια ψαρεύαμε, βάζαμε λινάρι, καλάμια, λυγιές, ποτίζαμε κτήματα και ζώα , πλέναμε τα χειμωνιάτικα ρούχα , ζώα, πλενόμαστε με πράσινο σαπούνι που φτιάνανε οι μανάδες μας από μούργα - τηγανισμένα λάδια - λαρδί από παστό και έσφυζε από ζωή το ποτάμι όλο το καλοκαίρι. Σε προγράμματα της Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης υπάρχει δίκτυο σχολείων στην Ελλάδα και σε συνεργασία με σχολεία του εξωτερικού που έχουν θέμα το ποτάμι.
Οι φωνές και δραστηριότητες σώπασαν ,μιας και η εξέλιξη περιφρόνησε το ποτάμι, τη θέση του κάμποτου ή Αδάμ πήρε το μαγιό, ο κόπανος η σκάφη και το σαπούνι αντικαταστάθηκαν από το πλυντήριο και τα απορρυπαντικά, το γαϊδούρι αντικαταστάθηκε με το αυτοκίνητο, τα ομαδικά τραγούδια και παιχνίδια από τη τηλεόραση και η θάλασσα πήρε τα πάνω της, κάνοντας έτσι τη ζωή πιο μοναχική, άχαρη και μίζερη.
Οι λίμνες του ποταμού Μαυροζούμενα στην περιοχή της Βαλύρας, με τη σειρά είναι :
Μαρινέϊκα , Μαύρη, Κάκαβος , Δέση, Κοτρόνια , Γκρεμίνα, Μπουζαλά,
Μούλκια(Άνω-Κάτω) Στρογγυλή , Μακρυά, Μαντά, Μύλος, Θεοφιλένας(Γεωργίας Νικολοπούλου που βρισκόταν ένα σπιτάκι κοντά στο ποτάμι), Γύρες, Κατάστημα(πάνω ήταν το παλιό λιοτρίβι των αδελφών Μακρή,που σήμερα λειτουργεί το γεωπονικό καταστημα ο Ηλίας Μακρής), Πινημένη, Κουβέλια, Διπόταμα.
Με τα έργα του αναδασμού (στην εποχή της Χούντας) πολλές από τις λίμνες άλλαξαν τη μορφή τους λόγο της αμμοληψίας που γινόταν.
Μέσα στη ροή του ποταμού υπάρχουν 2 αρχαία γεφύρια τα οποία έχουμε φωτογραφήσει και αναρτήσει. Το ένα βρίσκεται πάνω από τον Κάκκαβο και το άλλο Νοτιοδυτικά στα 50 μέτρα από το χειμερινό νερόμυλο. Υπάρχει η Δέση έργο ρωμαϊκής κατασκευής, το αυλάκι με τις καμάρες του, που τροφοδοτούσε με νερό και λειτουργούσαν οι 2 νερόμυλοι. Υπάρχει άραγε ελπίδα σωτηρίας, για διάσωση, συντήρηση και προβολή τους, από τις εκλεγμένες τοπικές ηγεσίες και τις εφορείες αρχαιοτήτων;

*Η ομάδα ψαρέματος ήταν ο Γιάννης Λύρας, Σπύρος Καρτερολιώτης, Κώστας Περιβολάρης, Αχιλλέας Μπατάλιας και η Βάσω Μανωλοπούλου. Η παρέα που τους έκανε την κασκαρίκα ήταν ο Θανάσης Λύρας, Θανάσης Παπασαραντόπουλος, Αριστείδης Μακρής, Αριστείδης Λιοντήρης και Σταύρος Τσιλίκας.
Οι Αγυιόπαιδες
Είναι μεσημέρι. Τα παιδιά λαγοκοιμούνται καιροφυλακτώντας πότε θα αποκοιμηθούν οι γονείς, γιατί είναι κουρασμένοι από τις δουλειές που έκαναν στα κτήματα και ζώα. Αγωνιούν πάνω στο καλαμένιο κρεβάτι στηριγμένο σε τρίποδα με το στρώμα γεμάτο από βουτούμι, μαρίτσα, άχυρα, καλαμπόφυλλα, και δυο φέτες ψωμί είναι κρυμμένες κάτω από το κρεβάτι. Στο κατώϊ τα ζώα ξεροσταλιάζουν, ο σκύλος γαβγίζει και τα κοκόρια τσακώνονται. Τα δευτερόλεπτα γίνονται χρόνος και η αγωνία κορυφώνεται. Το ροχαλητό δίνει το σήμα. Με τα νύχια των ποδιών βγαίνουμε στο χαγιάτι. Επειδή η σκάλα είναι ξύλινη και τρίζει πηδάμε στα λιόκλαρα από τα πραμακλίκια ρίχνοντας στο σκύλο το ψωμί για να μην γαβγίζει. Ο ντάκος της εξώπορτας είναι καλά σφηνωμένος. Γι’ αυτό πηδάμε πόρτες, παράθυρα, μάντρες, φράκτες. Βρισκόμαστε έξω από το σπίτι. Ανά τας αγυιάς και ανά τας ρύμας παντού παιδιά με χαρούμενα και γελαστά πρόσωπα.
Ο ήλιος καίει. Το μόνο ένδυμα ένα σώβρακο από κάμποτο για όλο το καλοκαίρι. Για παπούτσια ούτε λόγος. Ξυπόλυτα πατάγαμε τις φραγκοσυκιές και έσπαγαν οι περόνες. Στα χέρια μας διάφορα λογής σύνεργα. Δόκανα, κόλλες και ξώβεργα, σούμπες με σκουλήκια, λάστιχα με μικρές πέτρες, απόχες, ψαλίδες, κόπανοι, λαμαρίνες, καμάκια, δίχτυα, βρόχια, κολοκύθες, βουτούμια, τσιγκλιά, μαχαίρια. Ροβολάγαμε για το μύλο από Αγία Τριάδα, Μπιζάνι, κυπαρίσσια, αυλάκι και δρόμο μοναστηριού. Είμαστε όλοι εκεί. Το στοίχημα κερδήθηκε. Γίναμε όλοι μια παρέα. Θα περάσουμε όμορφα, αποχτώντας πολλές εμπειρίες, τη σημερινή μέρα.
Ο Νταλόγιαννης ή Ντάλα Μεσημέρης, ο Μακάκος, ο Τσίτζηρας, ο Ματούς, ο Ρούφας, ο Νταβέλης, ο Μπίλιος, ο Παπάτσης, ο Κουρουνάκος, ο Τσουρούχης, ο Βγάλτας, ο Ντιριντάουας, ο Φραντζόλας, ο Πίφας, ο Πεπονάκιας, ο Μπατζάς, ο Γέρος ο Τσιριρής, τα Μπουντάκια, ο Ματράς, ο Μαρίνος ο Κοντάρας, ο Τσόγκας, ο Λέγουρδας, ο Ρίμανης, ο Νούλης, ο Τζάρος, ο Γδιγδής, ο Χελωνιάρης, ο Κουρής, ο Μπούκας και πολλά άλλα παιδιά, ο καθένας με το παρατσούκλι του.
- Ο Μύλος, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα, ήταν οι δάσκαλοί μας, με ευχάριστες δραστηριότητες, εμπειρίες συναισθήματα, που κρατάνε για μια ζωή. Άλλοι μάθαιναν μπάνιο βάζοντας στην πλάτη τους βουτούμια ή κολοκύθες, άλλοι σκότωναν πουλιά με λάστιχα, δόκανα, ξώβεργα, άλλοι έπιαναν ψάρια με βρόχια, δίχτυα, απόχες, κόφες. Εγώ τα έπιανα με τα χέρια βάζοντας τα χέρια μου στις τρύπες των καβουριών πιάνοντας ψάρια, χέλια, καβούρια και φίδια. Άλλοι ανέβαιναν στα κυπαρίσσια για να μαζέψουν καρακαξάβγουλα ή μικρά πουλιά και τα πουλάγαμε βγάζοντας το χαρτζηλίκι μας. Οι δεντρογαλιές πολλές φορές μας προλάβαιναν και κάνοντας ντράμπαλα πηγαίναμε από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο, σαν τους πιθήκους. Άλλοι μάζευαν σκουλήκια σκίζοντας τον κορμό ή τον καρπό του καλαμποκιού για να στήσουν τα δόκανα ή να ψαρέψουν με το πεταχτό. Άλλοι μάζευαν φλώμο (βελούδινο φυτό με κίτρινα άνθη στην οικογένεια εφορμπιατσέε, ενώ το φυτό αλεβούρι είναι επικίνδυνο γιατί πρήζονται οι όρχεις), αγριοπατάτες (κυκλάμινα), ή κλέβαμε από τα ποτιστικά, ασβέστη και γαλαζόπετρα (έφτιαχναν το βορδιγάλειο πολτό και ράντιζαν τα φυτά – δέντρα, για τα παράσιτα).
Φλωμονάμε μικρές και μεγάλες λίμνες, ζαλίζονταν τα ψάρια, χέλια, καβούρια, φίδια και με τις λαμαρίνες καμάκια, απόχες τα σκοτώναμε. Αν το νερό ήταν τρεχούμενο στήναμε καλαμωτές (κάθε λίμνη είχε και τη δική της καλαμωτή) ή πηγαίναμε όλοι μαζί και κατευθύναμε τα ψάρια σε ξένες καλαμωτές και μετά τα πιάναμε. Στη συνέχεια κατά μεγέθη τα μπουρλιάζαμε στα βούρλα και τα βάζαμε σε μέρη που είχε κρύο νερό ή τα χώναμε μέσα στην άμμο που είχε υγρασία για να συντηρηθούν μέχρι να φύγουμε από το ποτάμι. Σκοτώναμε επίσης τα ψάρια, χέλια με βαριά χτυπώντας τις πέτρες και ότι άλλο υπήρχε από κάτω.
- Η κύρια δραστηριότητα στο μύλο ήταν το μπάνιο. Οι αρχάριοι το πρώτο βάπτισμα το έπαιρναν στο κοτρώνι. Το νερό παρέσυρε τους πρωτάρηδες, ενώ όλοι οι άλλοι είμαστε σε επιφυλακή μέχρι να φτάσει στο κοτρώνι. Ήταν μία απόσταση περίπου δέκα μέτρων. Στη συνέχεια το δεύτερο βάπτισμα ήταν τα βουρλάκια (εκεί φύτρωναν πολλά βούρλα). Όποιος τα περνούσε ήταν έτοιμος κολυμβητής. Οι αγώνες σε βουτιές, βουτιές από καρυδιές ή συκιές, μακροβούτι, χρόνος αναπνοής, τρέξιμο, πεταλούδα, ανάσκελο, ύπτιο, παιχνίδια στην άμμο, ποιος θα βουτήξει ποιόν, θαμμένοι στην άμμο και σκοποβολή, βρίσκονταν σε εξέλιξη. Οι βουτιές από καρυδιές ή συκιές γίνονταν μόνο από τους τολμηρούς (τα φρούτα τους ποτέ δεν ωρίμασαν) γιατί το ύψος ήταν γύρω τα δέκα μέτρα (ο Κώστας του Βαβανάκου μια φορά έσπασε το κεφάλι του και ο Άρης Γεωργακόπουλος είχε πιεί πολύ νερό και τον γυρίσαμε ανάποδα για να βγάλει το νερό).
Μετά το μπάνιο γινότανε γιουρούσι στα ποτιστικά και μυλόλακκα κλέβοντας καρπούζια, καλαμπόκια, σταφύλια, σύκα, μπουρνέλες, μήλα, αχλάδια, φραγκόσυκα (τα μαζεύαμε με το τσιγκλί) ντομάτες, πεπόνια, αγγούρια και ότι άλλο φαγώσιμο φρούτο υπήρχε. Τα πηγαίναμε στο γοργόρεμα που είχε κρυστάλλινα νερά και τα αφήναμε να παγώσουν. Με φαλσέτες και κολοκοτρωνέικους σουγιάδες φτιάχναμε τις σούμπες. Με τις σούμπες παίρνανε νερό και από τα πηγάδια καθώς και με φύλλα μποτζικιού που τα κάναμε χωνιά και τα δέναμε με βούρλα στο καλάμι. Ανοίγαμε στο πάνω μέρος του κάθε κόμπου του καλαμιού τρύπα και γεμίζαμε όλο το καλάμι με νερό για να πιούμε. Στη συνέχεια μαζευόμαστε όλοι κάτω από τα κυπαρίσσια καρυδιές και συκιές (ήταν ιδιοκτησίας Τσάμη) και γινόταν η προετοιμασία του φαγητού. Άλλοι καθάριζαν τα πουλιά (Λιαριζες, Τζομάχια, Τσουκαλίνες, Σιταρίθρες, Ασπροκόλια), τα ψάρια (Μενίδες, Γκαστρούδες, Τριχόπουλα, Χαμοσούρτια, Μπάφες, Σκυλομαρίνες, Κεφαλόπουλα, Γλιστρήτες, Ιταλούς, Χέλια, Καβούρια), άλλοι μάζευαν ξύλα για να φτιαχτεί η φωτιά και τα σουβλάκια, άλλοι καθάριζαν τα καλαμπόκια για ψήσιμο και άλλοι πήγαιναν να φέρουν τα φρούτα από το γοργόρεμα. Η πυκνή δροσιά των δέντρων μας δημιουργούσε ευχάριστο ύπνο. Ο Νταλόγιαννης που δεν αισθάνεται το φόβο και τον κίνδυνο έφευγε από την παρέα και με ένα καλάμι χτυπούσε τα φίδια όταν πήγαιναν να πιούν νερό στο ποτάμι. Αυτά μούδιαζαν και έμεναν ακίνητα. Με γρήγορες κινήσεις τα ακινητοποιούσε, τους έβγαζε τα δόντια με ένα πανί και τα αμόλαγε μέσα στα παιδιά που κοιμόντουσαν πάνω σε βουτούμι, μαρίτσα και κουρελούδες. Γινόταν ένας πανικός και έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του. Έπαιρνε όμως την εκδίκησή του μέσα στο ποτάμι γιατί ήταν καλός κολυμβητής και τους βουτούσε μέχρι σκασμού. Οι σούμπες (καλάμια γεμάτα νερό) που ήταν όρθιες έπεφταν από το απότομο ξύπνημα και άδειαζε το νερό και πηγαίναμε στης Θεοφίλενας και το γοργόρεμα για να πιούμε νερό.
Μετά τον ύπνο τρώγαμε τα φρούτα μας, βγάζαμε τα σώβρακα και στη συνέχεια γινόντουσαν διαγωνισμοί στο χέσιμο και στον αυνανισμό. Ήμασταν όλοι με αδαμιαία εμφάνιση χωρίς κόμπλεξ και ταμπού.
Εδώ πολλές φορές φτάναμε στα άκρα. Πετάγαμε στο αυλάκι τα σώβρακα ή τα κρύβαμε. Δεν χάναμε το θάρρος μας. Φτιάχναμε σώβρακα από μαρίτσα, καλαμόφυλλα ή κλέβαμε κάποιου άλλου το σώβρακο. Μια φορά που μας κυνήγαγε ο Αγροφύλακας Θανασάκος (Περιβολάρης Αθανάσιος,ήταν φόβος και τρόμος) βρεθήκαμε στης γύρες. Ξεσκεπάσαμε τα δεμάτια από λινάρι, βέργες, λυγιές, καλάμια και κάναμε τους ινδιάνους. Για καλή μας τύχη φάνηκε ο Τσόγκας(Παρασκευάς Φειδάς) με το κάρο. Αφού το γέμισε άμμο σκαρφαλώσαμε από πίσω και χωρίς να μας πάρει χαμπάρι ανεβαίναμε πάνω. Στο δρόμο από του Αη Νικόλα ήταν το σπίτι του Τσαγκάρη. Κάτω από την μουριά του ήταν απλωμένα σεντόνια. Πήραμε δυο και κάναμε τώρα τις νεράϊδες και τους σεΐχηδες. Μας είδε η Κοντοδήμενα που ήταν ζαλωμένη ξύλα. Από την τρομάρα και το φόβο της πέφτει κάτω. Τη ξεζαλώσαμε και πήγαμε τα ξύλα σπίτι της. Γυρνώντας πάλι στο ποτάμι ψάχναμε για τα σώβρακα. Ήταν σημαίες πάνω στα κυπαρίσσια. Οι τσοπάνηδες μας έβριζαν που θολώσαμε το νερό και τα πρόβατα δεν το έπιναν. Μια φορά ο Φραντζόλας έκρυψε το σώβρακό του στην άμμο και αφού δεν το βρήκανε γυρίσαμε πίσω στον μπαξέ φορώντας για σώβρακο μια κόφα αφού τις είχαμε καταστρέψει τον πάτο.
- Οι γονείς ξυπνώντας βλέποντας τα παιδιά τους να λείπουν από το σπίτι, έρχονταν αγριεμένοι στο ποτάμι καθώς και αυτοί που τους έλειπαν τα ζώα (άλογα, γαϊδούρια, μοσχάρια, πρόβατα, κατσίκες, σκυλιά) γιατί παίζαμε με αυτά στο νερό διάφορα παιχνίδια. Έπεφτε σύρμα. Όσοι ήσαν καταζητούμενοι κρύβονταν στη χουρχούρη του μύλου, το αυλάκι και τις καλαμιές. Μόλις έφευγαν οι αγριεμένοι γονείς τρέχαμε γρήγορα από άλλους δρόμους και παίρναμε την κόφα για να μαζέψουμε μουρόφυλλα, να καψαλίσουμε φραγκοσυκιές, να ποτίσουμε το μπαξέ, να μαζέψουμε σύκα, κηπευτικά ή φραγκόσυκα, να ποτίσουμε τα ζώα και γενικά να κάνουμε τις δουλειές που μας είχαν ανατεθεί. Έτσι γλιτώναμε το ξύλο με το ντάκο ξεγελώντας τους με διάφορα τεχνάσματα. Γι΄ αυτούς που αναζητούσαν τα ζώα τους βρίσκαμε διάφορες δικαιολογίες, λέγοντας ότι έβγαλαν τα παλούκια και ήρθαν να πιούν νερό και τα πλέναμε για να δροσιστούν και θα τα πηγαίναμε στην πλατεία για να τα πάρει ο ιδιοκτήτης.
Οι λίμνες του ποταμού Βαλύρα ή Πύρνακα ή Μαυροζούμενα που κάναμε το καλοκαίρι μπάνιο ήταν: Μαρινεϊκα, Μαύρη, Κάκαβος (εδώ έκαναν μπάνιο μόνο οι τολμηροί γιατί είχε πολύ μεγάλο βάθος και σπηλιές), Δέση (εδώ έφερε ο Ντουραμάκος καλικότσια τον αγά γιατί τον έπιασε να μην δουλεύει στο αυλάκι, από τον κάμπο και ήταν ένα σημαντικό έργο άρδευσης του χωριού μέχρι το 1975, χρονολογούμενο από το Βυζάντιο), Κοτρόνια, Γκρεμίνα Μπουζαλά, Μούλκια (Άνω – Κάτω). Στρογγυλή, Μακρυά, Μαντά, Μύλος, Θεοφίλενας, Γύρες, Κατάστημα, Πινημένη, Κουβέλια, Διπόταμα. Ο Μύλος στον οποίο ανδρώθηκαν πολλές γενιές βόλευε γιατί ήταν κοντά στο χωριό, είχε πρόσβαση από πολλά σημεία, ήταν λίμνη για αρχάριους και έμπειρους κολυμβητές είχε πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις άλλες λίμνες και ήταν για όλους μας το δεύτερο σπίτι μας για πολλά καλοκαίρια (και μέρες του χειμώνα), το Σχολείο, Πανεπιστήμιο, Ασκληπιείο, Εκκλησία και ο καλύτερος Δάσκαλός μας. Ζήσαμε από κοντά τη δημιουργία της φύσης, θαυμάζοντας και δοξάζοντας το μεγαλείο και την αρμονία της απεραντοσύνης του σύμπαντος , επικοινωνώντας με το Θεό βλέποντας τα άστρα της νύχτας που απέχουν έτη φωτός.
Οι φωνές σώπασαν γύρω στο 1970. Οι κάτω των σαράντα ετών δεν γνώρισαν το χωριό μας. Είναι ανέραστοι με τη φύση και τις ομορφιές της. Οι φωτιές το 1981 και 1998 ρήμαξαν το χωριό, την Τσούκα, ποτιστικά, πέρα μεριά και Ιθώμη. Στις 13/8/2000 ήταν επιθυμία του Γιώργη Ντελή να φάει ψάρια από το ποτάμι. Πήρα μια κόφα και πήγα στο Μούκλι με το αυτοκίνητο (παλιά πήγαινα με τα πόδια ή το γαϊδούρι). Το άφησα στο σπίτι του Καρύδη. Στα ποτιστικά, κάμπο, κτήματα, παρασπόρι, γανιές, όλο το χωριό ξεκαλοκαίριαζε με τα ζώα, μπαξέδες, γλέντια. Η ζωή ήταν φυσική χωρίς μιζέριες, κακίες και νοσηρά συναισθήματα. Τώρα ψυχή πουθενά. Συνάντησα από μακριά μόνο τον εγγονό του Κοντοδήμου όπου ο μπάρμπας του και πιο πάνω οι Μανιαταίοι είχαν μόνιμο στέκι τις καλαμωτές που με τις κατεβασιές του Οκτωβρίου και Μαρτίου γέμιζαν οκάδες χέλια και ψάρια, τα παλιά καλά χρόνια.
Θυμήθηκα την παλιά μου τέχνη. Έπιασα τέσσερα κιλά ψάρια χέλια, καβούρια, φίδια. Τα μοίρασα όλα και έδωσα και στο Ντελή. Το ποτάμι είναι γεμάτο ψάρια γιατί δεν τα ψαρεύει πια κανείς.
Τη νύχτα 26 προς 27 Οκτωβρίου του 1947 έγινε μεγάλη πλημμύρα που γέροι 80 χρονών δεν θυμούνται τέτοια καταστροφή. Έφτασε μέχρι τα βαγένια του μύλου. Ο μυλόλακκας είχε σκεπαστεί με νερό μέχρι τις ελιές και τα κούρβουλα. Παρέσυρε την σιδηροδρομική γραμμή, το μύλο, την ξύλινη γέφυρα και έπνιξε τους μυλωνάδες στο Ζέζα. (Υπάρχει το πρωτότυπο σε φωτοαντίγραφο).
Την εποχή της χούντας βρέθηκε η εύκολη λύση. Έγινε αλόγιστη αμμοληψία με ελάχιστη αποζημίωση για τα έργα αναδασμού της περιοχής. Με την αμμοληψία φάνηκαν και τα θεμέλια της αρχαίας γέφυρας, νοτιοδυτικά του νερόμυλου, που έχτισε ο Επαμεινώνδας , το 369 π.χ. και από τότε μέχρι και σήμερα καμιά μελέτη-έρευνα-καταγραφή δεν έχει γίνει, ούτε από τους εκλεγμένους τοπικούς άρχοντες, αλλά ούτε και από τις εφορείες αρχαιοτήτων, καθώς και για την επίσης αρχαία γέφυρα πάνω από τον Κάκκαβο και τη Δέση που είναι έργο ρωμαικής εποχής, το οποίο αξιοποιήθηκε την περίοδο της τουρκοκρατίας τροφοδοτώντας τους 2 νερόμυλους με νερό, οι οποίοι σταμάτησαν να λειτουργούν τη δεκαετία του ’70 και μετά καταστράφηκαν από τις φυσικές δυνάμεις και τα ανθρώπινα χέρια . Από τότε το ποτάμι μαράζωσε γιατί έχασε τη φυσική του ομορφιά και βρώμισε από τα λύματα του Κουτέλα (πυρηνελαιουργείο).
Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Ντελή (Γιώργου Χατζή) που πέθανε μετά από δύο μέρες 15/8/2000 και στη Σοφία Μπόβη που πέθανε στις 17/8/2000 η οποία με πολλούς αγώνες και θυσίες, χήρα, κατάφερε οχτώ ψυχές να αναθρέψει, στο δύσκολο αγώνα της ζωής.
Υ.Γ: Ο Νταλόγιαννης είναι ο συνταξιούχος καθηγητής βιολογίας Γιάννης Λύρας, ένας από τους αγυιόπαιδες του χωριού Βαλύρα. Έχει καταγράψει αρκετά διηγήματα τα οποία θα δημοσιευθούν σε βιβλίο, στο σύντομο μέλλον ανασύροντας μνήμες, βιώματα, συναισθήματα και συγκινήσεις από το παρελθόν των αγυιοπαίδων της γενιάς του.
















































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου