ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η απεργία ξεκίνησε στο Σικάγο με φοβερή ορμητικότητα και με τεράστιες ελπίδες επιτυχίας. Γύρω στους 40.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία την 1η Μαΐου όπως είχε κανονιστεί, και τελικά έφτασαν να απεργούν 65.000 εργάτες μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες. Αλλά κι αυτός ο αριθμός δεν αντιπροσώπευε ολόκληρο το δυναμικό της πόλης: χωρίς να γίνει απεργία ικανοποιήθηκε το αίτημα για μείωση της εργάσιμης ημέρας περισσότερων από 45.000 εργατών. Επιπλέον, απεργούσαν ήδη χιλιάδες εργάτες στο Λέηκ Σωρ, στο Γουώμπας, στο Σικάγο, στο Μιλγουώκη, στο Σαιν Πωλ και σε διάφορους σταθμούς μεταφορών οι απεργοί διαμαρτύρονταν για την πρόσληψη εργατών που δεν ανήκαν στο συνδικάτο. Αντιμετωπίζοντας ένα τέτοιο μαζικό κίνημα ο αρχηγός της αστυνομίας Έμπερσολντ κατάλαβε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και ζήτησε να βρίσκεται σ’ επιφυλακή, το Σάββατο, 1η Μαΐου, ολόκληρη η δύναμη της αστυνομίας και των χαφιέδων του Πίνκερτον - δύναμη που ενισχύθηκε από ιδιωτικούς μπασκίνες, μισθωμένους πρώτα από την Εταιρεία Σιδηροδρόμων, καθώς και με ειδικούς χαφιέδες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τη Μεγάλη Στρατιά του Πότομακ. Παρόλες όμως τις πολεμικές προετοιμασίες, το Σάββατο κύλησε ειρηνικά. Η πόλη είχε γιορτινή εμφάνιση με τα εκατοντάδες κλειστά εργοστάσια και τους χιλιάδες απεργούς που περιδιάβαιναν τους δρόμους οικογενειακά. Έγιναν πορείες και μαζικές συγκεντρώσεις κι ακούστηκαν λόγοι στα πολωνικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τη βοημική διάλεκτο.
Αντιμέτωποι με μιαν απεργία που παρουσίαζε απρόβλεπτη δύναμη και διάθεση αλληλεγγύης, οι μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι συνασπίστηκαν για να τη συντρίψουν. Στις 27 Απριλίου ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Υποδηματοποιίας στον οποίο συμμετείχαν 60 βιομήχανοι αυτοπροσώπως και 160 με γραπτή δήλωσή τους. Ο Σύνδεσμος αποσκοπούσε στο συντονισμό της δράσης των εκμεταλλευτών. Τα μεγαλύτερα χυτήρια σιδήρου, χάλυβος, χαλκού και μπρούτζου διακήρυξαν ότι θ’ αντιτάσσονταν στο αίτημα για την καθιέρωση του οκτάωρου. Το πρωί της πρωτομαγιάς συνεδρίασαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων πλανιστηρίων για να αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα αντιδράσουν ενάντια στους απεργούς. Το ίδιο βράδυ πήραν μέρος σ’ αυτή τη συγκέντρωση οι ξυλέμποροι και οι εταιρείες συσκευασιών -έτσι, σύσσωμη η ξυλοβιομηχανία αποφάσισε να μην κάνει καμιά παραχώρηση στους εργάτες. Παρόλα αυτά, τη Δευτέρα 3 Μαΐου η εξάπλωση της απεργίας ήταν τρομακτική. Το ποτάμι κοντά στην ξυλεμπορική Αγορά είχε πλημμυρίσει από παρατημένη ξυλεία, ενώ έρχονταν 300 μαούνες γεμάτες φορτίο σε εκδήλωση συμπαράστασης. Οι οικοδομικές εργασίες που εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν σε άνθιση, παρέλυσαν ξαφνικά. Τα μεγάλα χυτήρια μετάλλων και οι μεταφορικοί σταθμοί μπλοκαρίστηκαν. Για να σπάσει η απεργία ήταν πια αναγκαία μια καθαρά επιθετική ενέργεια. Τη Δευτέρα τα γκλομπ της αστυνομίας άρχισαν να διαλύουν τις πορείες και τις συγκεντρώσεις.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έγιναν σοβαρές φασαρίες στο εργοστάσιο Μακ Γκόρμικ Χάρβεστερ. Η αντιδικία ανάμεσα στον εργοστασιάρχη Μακ Γκόρμικ και τους εργάτες χρονολογείται από τα μέσα Φεβρουαρίου όταν η επιχείρηση κήρυξε λοκ-άουτ ενάντια στους 1.400 υπαλλήλους, αντιμετωπίζοντας έτσι το αίτημά τους να σταματήσει η δίωξη ορισμένων συναδέλφων τους που είχαν απεργήσει παλιότερα. Τους επόμενους δυο μήνες οι απεργοσπάστες, οι χαφιέδες του Πίνκερτον και οι μπασκίνες έκαναν λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον των απεργών.
Η αστυνομία εξαπέλυσε την επίθεσή της το απόγευμα της Δευτέρας, 3 Μαΐου. 6.000 απεργοί ξυλεργάτες συγκεντρώθηκαν κοντά στο Μαύρο Μονοπάτι, ένα μίλι βόρεια απ’ το εργοστάσιο Μακ Γκόρμικ, με σκοπό τη δημιουργία μιας επιτροπής που θα στελνόταν στους ξυλεμπόρους. Ενώ ο Σπάιζ μιλούσε στη συγκέντρωση, μια ομάδα 200 περίπου ατόμων αποσπάστηκε αυθόρμητα από το πλήθος των απεργών, έκανε πορεία προς το εργοστάσιο και επιτέθηκε στους απεργοσπάστες που εκείνη τη στιγμή έφευγαν για το σπίτι τους.
Μέσα σε 10-15 λεπτά πλάκωσαν οι μπάτσοι - πάνω από 200. Στο μεταξύ ο Σπάιζ και οι συγκεντρωμένοι απεργοί βλέποντας τα περιπολικά κι ακούγοντας πυροβολισμούς ξεκίνησαν για το εργοστάσιο -στο δρόμο συναντήθηκαν με τη δύναμη των γκλομπ και των όπλων- οι αστυνομικοί πυροβολούσαν ανεξέλεγκτα τους απεργούς που έτρεχαν για να ξεφύγουν. Αποτέλεσμα: τέσσερις νεκροί και πάρα πολλοί τραυματίες.
Ο Σπάιζ αγανακτισμένος από τις νέες αγριότητες της αστυνομίας πήγε βιαστικά στο τυπογραφείο της “Εργατικής Εφημερίδας του Σικάγου” και κυκλοφόρησε την ακόλουθη προκήρυξη στα αγγλικά και τα γερμανικά:
ΕΚΔΙΚΗΘΕΙΤΕ! ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ!!!
Τ’ αφεντικά εξαπέλυσαν τα λαγωνικά τους -την αστυνομία- και δολοφόνησαν έξι από τα αδέρφια μας σήμερα το απόγευμα στη φάμπρικα του Μακ Γκόρμικ. Σκότωσαν τ’ άμοιρα αδέρφια μας γιατί όπως και σεις είχαν το κουράγιο να μην υπακούσουν στην ανώτατη θέληση των αφεντικών σας. Τους σκότωσαν γιατί τόλμησαν ν’ απαιτήσουν τη μείωση των ωρών σκλαβιάς. Τους σκότωσαν για να αποδείξουν σε σας τους “Ελεύθερους Αμερικανούς Πολίτες” ότι πρέπει να είσαστε ικανοποιημένοι με οτιδήποτε αποφασίσουν να σας επιτρέψουν αλλιώς θα πεθάνετε!
Εδώ και χρόνια υφίστασθε τις πιο χυδαίες ταπεινώσεις, εδώ και χρόνια υποφέρετε αμέτρητα πλήγματα, αμέτρητες αδικίες, εργαζόσαστε μέχρι αναισθησίας, υποφέρετε από τους πόνους της ένδειας και της πείνας· τα παιδιά σας τα θυσιάσατε στον αφέντη της φάμπρικας - με λίγα λόγια όλα αυτά τα χρόνια ήσασταν δυστυχισμένοι και υπάκουοι σκλάβοι. Γιατί; Για να ικανοποιήσετε την αδηφάγα φάρα, για να γεμίσετε τα χρηματοκιβώτια του κοπρίτη, κλέφτη αφέντη σας; Όταν τώρα του ζητάτε να σας ελαφρώσει το φορτίο σας, στέλνει τα λαγωνικά του για να σας πυροβολήσουν, να σας σκοτώσουν!
Αν είσαστε άντρες, αν είσαστε τέκνα των πατεράδων σας που έχυσαν το αίμα τους για να σας ελευθερώσουν, τότε θα σηκώσετε τ’ ανάστημά σας, θα δείξετε τη δύναμή σας και θα καταστρέψετε εσείς το απαίσιο τέρας που θέλει να σας καταστρέψει. Στα όπλα, σας καλούμε στα όπλα!
Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΑΣ
Το επόμενο βράδυ μια δεύτερη προκήρυξη καλούσε σε μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Παλιά Αγορά της οδού Ράντολφ.
Το πρωί της Τρίτης, 4 Μαΐου, ξημέρωσε με την αστυνομία να επιτίθεται ενάντια σε 3.000 απεργούς κοντά στην 35η οδό. Οι επιθέσεις κατά των συγκεντρωμένων απεργών συνεχίστηκαν και το απόγευμα, ειδικά στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης. Ο δήμαρχος Χάρρισον έδωσε άδεια για μαζική συγκέντρωση εκείνη τη βραδιά και στις 7 η ώρα ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην Πλατεία Αγοράς, το κέντρο των ξυλεμπορικών. Μεταξύ 8 και 9 η ώρα είχαν εμφανιστεί περίπου 3.000 άτομα, ανάμεσά τους και ο δήμαρχος Χάρρισον που παρακολουθούσε σαν θεατής για να μην διασαλευτεί η τάξη. Στο αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεμπλαίν, μισό τετράγωνο απόσταση από τη συγκέντρωση, ένα αρκετά μεγάλο σώμα αστυνομικών βρισκόταν σ’ ετοιμότητα. Η συγκέντρωση ήταν πολύ ήσυχη. Ο Σπάιζ μίλησε στους απεργούς από ένα αμάξι μπροστά στο εργοστάσιο των αδερφών Κραίην. Ύστερα μίλησε ο Πάρσονς που περιορίστηκε στο θέμα του οκταώρου. Ύστερα μίλησε ο Φήλντεν. Γύρω στις 10 μια δυνατή καταιγίδα άρχισε να διαλύει τη συγκέντρωση, ενώ εκείνη την ώρα ο Σπάιζ και ο Πάρσονς είχαν φύγει. Ο μόνος που είχε μείνει ήταν ο Φήλντεν που μιλούσε στον κόσμο που ήταν ακόμα εκεί. Ο δήμαρχος Χάρρισον που είχε κρίνει ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική και ότι όλα είχαν τελειώσει, έφυγε λίγο μετά τις 10, κάλεσε το αστυνομικό τμήμα για να δώσει αναφορά και μετά πήγε να κοιμηθεί στο σπιτάκι του.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ο διευθυντής της αστυνομίας, Τζων Μπόνφηλντ, μισητός σ’ όλη την πόλη για την κτηνωδία του, μπήκε επικεφαλής ενός αποσπάσματος 180 μπάτσων για να διαλύσει όσους είχαν απομείνει από τη συγκέντρωση. Η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα νόημα πέρα από το ότι ο Μπόνφηλντ ήθελε να προκαλέσει άλλο ένα μακελειό. Σύμφωνα με τον κυβερνήτη της Πολιτείας, Ώλντγκενλντ, “ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ είναι ο πραγματικός υπεύθυνος για το θάνατο των αστυνομικών”. Οι μπάτσοι κρατήθηκαν σε κάποια απόσταση από το αμάξι των ομιλητών και ένας λοχαγός Γουώρντ διέταξε τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν. Ο Φήλντεν απάντησε ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική. Καθώς ο Γουώρντ στράφηκε για να δώσει διαταγή στους άντρες του μια βόμβα έπεσε από ένα σημείο στο πεζοδρόμιο λίγο πιο αριστερά από το αμάξι. Η έκρηξη έγινε εκεί που στέκονταν οι μπάτσοι και τραυμάτισε 66. Απ’ αυτούς οι επτά πέθαναν αργότερα. Η αστυνομία άρχισε αμέσως να πυροβολεί υστερικά το πλήθος, σκοτώνοντας αρκετούς και τραυματίζοντας 200. Πανικός ξέσπασε στη γειτονιά. Έγιναν τηλεφωνήματα σε γιατρούς. Τα φαρμακεία γέμισαν τραυματίες.
Μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί ποιος έριξε τη βόμβα. Υπάρχουν τρεις πιθανότητες:
1) ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ υποστήριζε στο απαλλακτικό διάγγελμά του το 1893 ότι ρίχτηκε από κάποιον σαν αντίποινα για όλες τις βιαιότητες του Μπόνφηλντ και της αστυνομίας. “...Αποδεικνύεται ότι κατά πάσα πιθανότητα η βόμβα ρίχτηκε από κάποιον που ζητούσε προσωπική εκδίκηση, ότι οι αρχές ακολούθησαν μια τακτική που ήταν φυσικό να προκαλέσει όλα όσα προκάλεσε, ότι αρκετά χρόνια πριν από το επεισόδιο της Παλιάς Αγοράς δεν είχαν σημειωθεί εργατικές ταραχές και ότι σε αρκετές περιπτώσεις πολλοί εργάτες που δεν ήταν ένοχοι καμιάς κατηγορίας είχαν δολοφονηθεί, και κανένας από τους δολοφόνους δεν πέρασε από δικαστήριο. Οι μαρτυρίες που δόθηκαν στους ανακριτές και εκτέθηκαν εδώ αποδεικνύουν ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις πυροβολήθηκαν άτομα και σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να πυροβοληθούν· παρόλα αυτά δεν κατηγορήθηκε κανείς. Στο Σικάγο έγιναν πολλές απεργίες κατά τις οποίες η αστυνομία όχι μόνο επιτέθηκε ενάντια στους ανθρώπους, αλλά και χωρίς καμιά νομική δικαιοδοσία εισέβαλε και διέσπασε ειρηνικές συγκεντρώσεις· σε πολλές περιπτώσεις που δεν ήταν ένοχοι στο παραμικρό”.
2) Η πιθανότητα ενός προβοκάτορα δεν πρέπει να απορριφθεί εντελώς. Η αστυνομία του Σικάγου εκείνη την εποχή ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Το πρωί μετά την έκρηξη της βόμβας ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ έκανε την εξής ανακοίνωση:
“Θα λάβωμεν δραστικά μέτρα διά την σύλληψιν των ηγετών της υποθέσεως αυτής. Η ενέργεια της χθεσινής νυκτός θα αποδείξει ότι η βομβιστική και δυναμιτιστική φρασεολογία δεν ήτο απλή πομφόλυξ... Η επίθεσις εναντίον ημών ήτο κτηνώδης και θρασύδειλος”. (Η υπογράμμιση έγινε από τον ίδιο τον Μπόνφηλντ).
Η υπογραμμισμένη πρόταση ίσως υποδηλώνει μια παλιά πρόθεσή του να αποδείξει ότι η “δυναμιτιστική φρασεολογία” δεν ήταν “απλή πομφόλυξ”.
3) Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ήταν ένοχος ο αναρχικός Ρ. Στσνάουμπελτ, γαμπρός του Μ. Στσουώμπ. Το γεγονός ότι συνελήφθηκε δύο φορές και αφέθηκε ελεύθερος σε περίοδο που η αστυνομία συνελάμβανε και φυλάκιζε όλους τους αναρχικούς και συμπαθούντες που μπορούσε να αρπάξει, δημιουργεί την υποψία ή μάλλον τη βεβαιότητα ότι η αστυνομία ήθελε να τον ξεμπερδέψει για να μπορέσει να καταδικάσει τους οκτώ σημαντικότερους επαναστάτες ηγέτες.
Ο δικαστής Γκάρυ που αναθεώρησε την υπόθεση επτά χρόνια μετά την πρώτη δίκη παραδέχτηκε πως ήταν πολύ πιθανή η ενοχή του Στσνάουμπελτ και πως η απαλλαγή του μπορεί να έγινε όταν ακριβώς ήταν ο σημαντικότερος ύποπτος. Ο Γκάρυ συμπέρανε, παρόλα αυτά, ότι “ή ο Στσνάουμπελτ ή κάποιος άλλος πέταξε τη βόμβα, πράγμα που δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία”.
Οι εφημερίδες, όχι μόνο στο Σικάγο, αλλά και παντού, άρχισαν να σπέρνουν τον πανικό. Απαίτησαν την εκτέλεση όλων των ανατρεπτικών στοιχείων. Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε τους κυριότερους αναρχικούς επαναστάτες της πόλης - τους Σπάιζ, Φήλντεν, Στσουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ και άλλους, ακόμα και τους 25 τυπογράφους της “Εργατικής Εφημερίδας”. Ο μόνος που διέφυγε ήταν ο Πάρσονς που η αστυνομία δεν μπορούσε να τον συλλάβει παρά το φοβερό κυνηγητό. Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του μπάτσου Μ. Τζ. Ντήγκαν οι εφημερίδες απαίτησαν κραυγαλέα βιαστικές δίκες στο κακουργιοδικείο. Για αρκετές βδομάδες αναζωπύρωναν το αίσθημα τρομοκρατίας που επικρατούσε στο κοινό. Οι τίτλοι τους ήταν χαρακτηριστικοί: Αιμοδιψή κτήνη, Ερυθροί ρουφιάνοι, Ερυθροί ταραξίες, Κατασκευαστές βομβών, Ερυθροί αγκιτάτορες, Αναρχικοί δυναμιτιστές, Αιμοδιψή τέρατα, Εκσφενδονιστές βομβών, Βομβολάτρες. Η εφημερίδα Chicago Tribune έγραφε στις 6 Μαΐου: “Τα φίδια αυτά θράφηκαν και αναζωογονήθηκαν με τη λιακάδα της ανοχής και πήραν θάρρος να επιτεθούν ενάντια στην κοινωνία, το νόμο, την τάξη και την κυβέρνηση”. Και η Chicago Herald της ίδιας ημέρας: “Ο όχλος που παρακινήθηκε από τον Σπάιζ και τον Φήλντεν σε δολοφονίες δεν αποτελείται από αμερικανούς. Είναι καθάρματα από την Ευρώπη που ζήτησαν καταφύγιο σ’ αυτές τις ακτές για να καταχραστούν τη φιλοξενία μας και να περιφρονήσουν τις αρχές της χώρας”. Η Chicago Interocean: “Για μήνες, για χρόνια, αυτά τα μικροπρεπή υποκείμενα διαλαλούσαν τα στασιαστικά κι επικίνδυνα δόγματά τους”. Η Chicago Journal της 7ης Μαΐου: “Η Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή όταν θα περιλάβει τους κρατούμενους αναρχικούς. Οι νόμοι που αφορούν τη συνενοχή σ’ εγκλήματα είναι τόσο σαφείς ώστε οι δίκες τους δεν θα πρέπει να κρατήσουν πολύ”.
Η τροφοδότηση της υστερίας του κοινού κατάντησε να είναι πρωταρχική δραστηριότητα της αστυνομίας. Ύστερα από τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής του, ο αρχηγός της αστυνομίας, Έμπερσολντ, παραδέχτηκε: “Ήτο τακτική μου να κατευνάσω τα πνεύματα όσο το δυνατόν ταχύτερον μετά την 4ην Μαΐου 1886. Η γενική αναταραχή ήτο εις βάρος της πόλεως του Σικάγου. Άλλωστε ο λοχαγός Στσάακ επεζητούσε την αναταραχήν. Ήθελε να ανεύρη βόμβας πανταχόθεν... Μετά την διάλυσιν των αναρχικών ομάδων, ο Στσάακ ήθελε να εξαπολύσει τους άνδρας του διά να οργανώσουν εκ νέου τας διαλελυμένας ομάδας”. Η αστυνομία πήρε στα χέρια της τους καταλόγους συνδρομητών της “Εργατικής Εφημερίδας” και άρχισε μαζικές εφόδους. Στις αίθουσες συγκεντρώσεων, στα τυπογραφεία, στα σπίτια γινόντουσαν διαρρήξεις και έρευνες· συνελάμβαναν και φυλάκιζαν οποιονδήποτε είχε έστω και ελάχιστη σχέση με το ριζοσπαστικό κίνημα. Η αστυνομία φρόντιζε οι επιδρομές της να έχουν αποτελέσματα. Κάθε μέρα ανακάλυπταν πυρομαχικά, καραμπίνες, μαχαίρια, ντουφέκια, πιστόλια, ξιφολόγχες, αναρχικά φυλλάδια, κόκκινες σημαίες, ανατρεπτικά πανό, φυσίγγια, εγχειρίδια, σφαίρες, μολύβι, υλικά για την κατασκευή τορπιλών, κάλυκες σφαιρών, δυναμίτη, βόμβες, οβίδες, καψούλια, μηχανήματα, ψεύτικες πόρτες για κρύπτες, υπόγειες γαλαρίες σκοποβολής. Κάθε εύρημα της αστυνομίας διατυμπανιζόταν από τις εφημερίδες. Απλώθηκε η φήμη ότι ο “Μοστ” θα ερχόταν από τη Νέα Υόρκη, προφανώς για να κλιμακώσει το κύμα δολοφονιών, οπότε η αστυνομία παρέταξε επιδεικτικά έξω από το σταθμό τους χαφιέδες της. Μαζεύτηκε πλήθος για να υποδεχτεί τον επικίνδυνο επισκέπτη, ο Μοστ όμως δεν φάνηκε. Η κατάλληλη ατμόσφαιρα για τη δίκη είχε προετοιμαστεί προσεκτικά.
“ΑΦΗΣΤΕ Ν’ ΑΚΟΥΣΤΕΙ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ”
Όταν συνεδρίασε το κακουργιοδικείο, στα μέσα Μαΐου, κατηγόρησε τους Ώγκαστ Σπάιζ, Μάικελ Στσουώμπ, Σάμουελ Φήλντεν, Άλμπερτ Πάρσονς, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ και Όσκαρ Νημπ, όλοι τους βασικά μέλη της Διεθνούς, σαν υπεύθυνους για τη “δολοφονία” του Ματίας Τζ. Ντήγκαν στις 4 Μαΐου. Η δίκη ορίστηκε για τις 21 Ιουνίου στο δικαστήριο του Κουκ Κάουντυ με δικαστή τον Τζόζεφ Γκάρυ. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο πολιτειακός εισαγγελέας Τζ. Γκρίνελ. Οι κατηγορούμενοι όρισαν 4 συνήγορους. Η δίκη άρχισε ενώ η αστυνομία έκανε τις συγκλονιστικές της αποκαλύψεις, οι εφημερίδες αράδιαζαν μυθιστορίες για αναρχικές συνωμοσίες που αποσκοπούσαν σε μαζικές δολοφονίες και το κοινό ούρλιαζε απαιτώντας γρήγορα την εκτέλεση των κατηγορούμενων. Στην αρχή της προανάκρισης ο Πάρσονς που είχε διαφύγει τη σύλληψη για έξι βδομάδες, βάδισε μέσα στο δικαστήριο και παραδόθηκε για να δικαστεί, συναντώντας τους συντρόφους του στο εδώλιο των κατηγορουμένων.
Από κείνη τη στιγμή δύο γεγονότα απέδειξαν ότι η δίκη δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση δίκαιη. Πρώτον, ο δικαστής Γκάρυ ανάγκασε και τους οκτώ κατηγορούμενους να δικαστούν μαζί, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο παραδοχής όλων των ειδών αποδεικτικών στοιχείων. Δεύτερον, χάρη σ’ ένα απίθανο τέχνασμα οι ένορκοι δεν διαλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της τυχαίας κλήρωσης, αλλά αντίθετα από ένα κλητήρα διορισμένο από τον πολιτειακό εισαγγελέα. Ένας επιχειρηματίας του Σικάγου, ο Ο. Σ. Φαίηβορ, στην ένορκη κατάθεσή του δήλωσε ότι ο κλητήρας του είχε πει μπροστά σε μάρτυρες: “Εγώ χειρίζομαι αυτή την υπόθεση και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τα άτομα αυτά θα κρεμαστούν σίγουρα. Διαλέγω αυτούς ακριβώς τους ενόρκους γιατί οι κατηγορούμενοι θα τους απορρίψουν ασυζητητί και τελικά θα χάσουν τον καιρό τους και τις ενστάσεις τους. Θ’ αναγκαστούν να τους δεχτούν απλώς γιατί τους θέλει ο δημόσιος κατήγορος”. Ο δικαστής με πολύ έξυπνες ερωτήσεις κατάφερε να θεωρηθούν κατάλληλοι ένορκοι πολλοί που είχαν παραδεχτεί ανοιχτά τις προκαταλήψεις τους απέναντι στους κατηγορούμενους και οι οποίοι απορρίπτονταν εντελώς από την υπεράσπιση. Χρειάστηκαν 21 μέρες για να διαλεχτούν οι ένορκοι και εξετάστηκαν 981 υποψήφιοι. Τελικά η υπεράσπιση εξάντλησε το δικαίωμα ένστασης και έτσι διαλέχτηκαν οι 12 ένορκοι που ανάμεσά τους ήταν κι ένας συγγενής θύματος από τη βόμβα.
Η εισηγητική ομιλία του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ μετά την παρουσίαση των στοιχείων έγινε στις 14 Ιουλίου και διαβεβαίωσε τους ενόρκους ότι θα εμφανιζόταν ο άνθρωπος που είχε ρίξει τη βόμβα. Πράγμα βέβαια που ήταν αδύνατον. Παρόλα αυτά έγινε προσπάθεια να στηριχτεί η κατηγορία στη μαρτυρία δύο υποτιθέμενων αναρχικών που μηρύκασαν τα “επίσημα” στοιχεία, παρουσιάζοντας κάποια ιστορία για την ύπαρξη τρομοκρατικής συνωμοσίας σύμφωνα με τα οποία θα ανατινάζονταν με δυναμίτη όλα τα αστυνομικά τμήματα, ένα κάθε φορά που θα εμφανιζόταν η γερμανική λέξη Rhue στην “Εργατική Εφημερίδα”. Η μαρτυρία των δύο αυτών ατόμων σαρώθηκε εντελώς από την υπεράσπιση. Όταν λοιπόν ξεφούσκωσε κι αυτό το μπαλόνι αποκαλύφθηκαν άλλα παράξενα στοιχεία. Ένας άλλος μάρτυρας, ο Γκίλμερ, που αποδείχτηκε επαγγελματίας ψευδομάρτυρας, ορκίστηκε ότι είχε δει ένα αντικείμενο που έμοιαζε με βόμβα ανάμεσα στους Σπάιζ, Στσουώμπ και Στσνάουμπελτ και ότι είχε παρατηρήσει αυτό τον τελευταίο να ρίχνει τη βόμβα ενάντια στους αστυνομικούς. Επιπλέον, πάρα πολλοί αστυνομικοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο Φήλντεν τους είχε πυροβολήσει πίσω από το αμάξι των ομιλητών, οι ισχυρισμοί τους όμως αποδείχτηκαν αβάσιμοι...
Παρά τη δημιουργία συναισθηματικής ομίχλης γύρω από τα γεγονότα, το Κράτος, όπως παρατήρησε ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει ποιος έριξε τη βόμβα. Δεν μπόρεσε επίσης να αποδείξει την ύπαρξη κάποιας συγκεκριμένης συνωμοσίας από μέρους των κατηγορουμένων.
Με την εξέλιξη της υπόθεσης, οι οκτώ κατηγορούμενοι κατέληξαν να δικάζονται για τις ιδέες τους, παρόλο που δεν επέτρεψαν στην υπεράσπιση να παρουσιάσει μαρτυρίες σχετικές με τη θεωρία του αναρχισμού. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι οι γενικές αρχές των αναρχικών αποτελούσαν προτροπή για την καταστροφή όλων των καπιταλιστών, ο δικαστής Γκάρυ επέτρεψε στον δημόσιο κατήγορο να συμπεράνει την ύπαρξη συγκεκριμένης συνωμοσίας. Οι ένορκοι αιφνιδιάστηκαν με αποσπάσματα από διάφορα εμπρηστικά άρθρα της εφημερίδας “Συναγερμός” και της “Εργατικής Εφημερίδας”. Η αστυνομία επέδειξε στους ενόρκους μια σειρά δεματιών δυναμίτη και διάφορες βόμβες με καταχθόνιους μηχανισμούς, παρόλο που τα πιο πολλά απ’ αυτά τα “στοιχεία” είχαν βρεθεί σε μίλια απόσταση από το σημείο της έκρηξης και ύστερα από βδομάδες ολόκληρες. Το θέαμα των εκθεμάτων προκάλεσε το επιθυμητό αποτέλεσμα: προξένησε τρόμο. Η υπεράσπιση εναντιώθηκε στην παρουσίαση άσχετων στοιχείων που αποσκοπούσαν στην πρόκληση εχθρικών συναισθημάτων αλλά το δικαστήριο απέρριψε όλες τις ενστάσεις της. Ο δικαστής Γκάρυ αποκάλυψε έτσι την προκατάληψή του, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ.
Η συνοπτική διαδικασία μπροστά στους ενόρκους άρχισε στις 14 Αυγούστου. Έληξε με την αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”. Όπως είχε προβλεφθεί οι ένορκοι ανακοίνωσαν την απόφασή τους στις 20 Αυγούστου: τους χαρακτήρισαν όλους ένοχους και επέβαλαν την ποινή του απαγχονισμού στους επτά κατηγορούμενους, ενώ στον Όσκαρ Νημπ επέβαλαν φυλάκιση 15 χρόνων. Η υπεράσπιση έκανε έφεση για νέα δίκη τον Σεπτέμβριο. Η έφεση απορρίφθηκε και οι καταδικασμένοι κλήθηκαν να απολογηθούν. Οι απολογίες τους ήταν λεπτομερειακές, κράτησαν τρεις μέρες και απευθύνονταν όχι μόνo στο δικαστήριο αλλά και στους εργάτες όπου κι αν βρίσκονταν.
Ύστερα από μια μεγάλη ανάλυση των απόψεών του ο Σπάιζ είπε: “Λοιπόν, αυτές είναι οι ιδέες μου. Αποτελούν μέρος του εαυτού μου, δεν μπορώ να τις αποχωριστώ και δεν θα το έκανα ακόμα κι αν μπορούσα. Κι αν νομίζετε ότι μπορείτε να συντρίψετε αυτές τις ιδέες που κερδίζουν έδαφος κάθε μέρα και περισσότερο, αν νομίζετε ότι μπορείτε να τις στείλετε στην κρεμάλα -αν επιβάλλετε άλλη μια φορά τη θανατική ποινή σε άτομα που τόλμησαν να πουν την αλήθεια - και σας προκαλώ να μας αποδείξετε σε ποιο σημείο είπαμε ψέματα - σας λέω ότι αν ο θάνατος είναι η ποινή γιατί διακηρύχτηκε η αλήθεια, τότε θα πληρώσω το ακριβό τίμημα με περηφάνια και τόλμη! Φωνάξτε το δήμιό σας!”
Ο Τζωρτζ Ένγκελ είπε: “Μισώ και πολεμάω όχι τον καπιταλιστή σαν άτομο, αλλά το σύστημα που του δίνει τα προνόμιά του. Η μεγαλύτερή μου επιθυμία θα ήταν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν οι εργάτες ποιοι είναι οι φίλοι τους και ποιοι οι εχθροί τους”.
Και με το θάρρος που είχε δείξει κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Λινγκ που ήταν τότε μόνο 21 χρονών, είπε:
“Επαναλαμβάνω ότι είμαι εχθρός της τάξης που επικρατεί σήμερα και επαναλαμβάνω ότι θα την πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις, όσο μπορώ ακόμα να ανασαίνω... Σας απεχθάνομαι! Απεχθάνομαι την τάξη σας, τους νόμους σας, την εξουσία σας που στηρίζεται στη βία. Κρεμάστε με γι’ αυτό!”
Η εκτέλεση της καταδίκης αναβλήθηκε μια και η υπόθεση παρουσιαζόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλλινόις. Αφού εξετάστηκε για αρκετούς μήνες και παρά το γεγονός ότι η δίκη έβριθε σφαλμάτων νομικής φύσης, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστήριου το Σεπτέμβριο του 1887. Όλες οι εργατικές οργανώσεις παντού, εκτός από τους Ιππότες της Εργασίας, ζήτησαν χάρη για τους καταδικασμένους αναρχικούς. Τις τελευταίες μέρες ο Φήλντεν και ο Στσουώμπ έκαναν αίτηση για χάρη και ζήτησαν μετατροπή της ποινής. Οι άλλοι απαίτησαν Ελευθερία ή θάνατο. Ο κυβερνήτης Όγκσλμπυ μετέτρεψε την ποινή του Φήλντεν και του Στσουώμπ σε ισόβια και έτσι μεταφέρθηκαν στις κρατικές φυλακές του Τζόλιετ μαζί με τον Νημπ. Ο Λινγκ απέφυγε το ικρίωμα την προηγούμενη της εκτέλεσης πυροδοτώντας ένα τσιγάρο με δυναμίτη μέσα στο στόμα του. Οι υπόλοιποι τέσσερις κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1887.
“Οι θηλιές στήθηκαν γρήγορα, οι κουκούλες κατέβηκαν. Τότε κάτω από τα καλύμματα ακούστηκαν τα εξής:
ΣΠΑΪΖ: Θάρθει μια εποχή που η σιωπή του τάφου μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα.
ΕΝΓΚΕΛ και ΦΙΣΕΡ: Ζήτω η Αναρχία! Αυτή είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου!
ΠΑΡΣΟΝΣ: Ω, άνθρωποι της Αμερικής, θα μου δώσετε την άδεια να μιλήσω; Αφήστε με να μιλήσω Σερίφη Μαίητσον. Αφήστε να ακουστεί η φωνή του λαού, Ω!”.
Ύστερα από χρόνια, μετά από αναθεώρηση της δίκης, οι Φήλντεν, Στσουώμπ και Νημπ απαλλάχτηκαν της κατηγορίας και απελευθερώθηκαν.
By:inout.gr
Εργατική Πρωτομαγιά
By:ΓΣΣΕ
Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Πριν από περισσότερα από 100 χρόνια, το 1886, η εργατική τάξη στις ΗΠΑ έδωσε μια από τις πιο σκληρές μάχες για την καθιέρωση του 8ωρου. Η μεγάλη απεργία των εργατών του Σικάγου την Πρωτομαγιά του 1886 είχε τραγική κατάληξη με θύματα και τιμωρία των υποκινητών της εξέγερσης.
Σε ανάμνηση αυτής της εξέγερσης, καθιερώθηκε η Πρωτομαγιά σαν παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης, ύστερα από απόφαση που πήρε η ιδρυτική συνέλευση της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι (που πραγματοποιήθηκε στις 14/7/1889 και στην οποία μετείχαν 391 αντιπρόσωποι συνδικάτων από 20 χώρες).
Από τη στιγμή που η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε σα μέρα διεθνούς διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης, συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες και επιβλήθηκε – μέσα από νίκες και ήττες – σαν εκδήλωση της αλληλεγγύης και της ενότητας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Η Εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1893 (την Κυριακή 2 Μαίου 1893) στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Διοργανωτής της ήταν ο Σταύρος Καλλέργης.
Τα αιτήματα της συγκέντρωσης, που διατυπώθηκαν στο ψήφισμα, ήταν τα εξής :
1. Την Κυριακήν καθ΄όλην την ημέραν να κλείουν τα καταστήματα.
2. Να περιορισθή η εργασία των εργατών εις οκτώ ώρας από δώδεκα και πλέον που εργάζονται.
3. Οι εν ενεργεία παθόντες εργάται να συντρέχωνται υπο του κράτους και των συναδέλφων των.
Ύστερα από την επιτυχία της πρώτης εργατικής πρωτομαγιάς του 1893 και τον ενθουσιασμό που δημιούργησε πάρθηκε απόφαση να γιορτασθεί η εργατική Πρωτομαγιά του 1894 ενωτικά από όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της εποχής. Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν οι Πλ.. Δρακούλης, Στ. Καλλέργης, Ευαγ. Μαρκαντωνάτος και Δ. Γραμματικός.
Τα αιτήματα της συγκέντρωσης, που διατυπώθηκαν στο ψήφισμα, ήταν τα εξής :
1. «Την Κυριακήν να κλείωνται τα καταστήματα καθ’ όλην την ημέραν και οι εργάται ν΄αναπαύωνται.
2. Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν και ν΄ απαγορευθή η εργασία εις τους ανηλίκους.
3. Να απονέμεται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Χρειάστηκε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια, ως το 1911 που γιορτάστηκε και πάλι η εργατική Πρωτομαγιά. Σ΄ όλο αυτό το διάστημα ξέσπασαν μεγάλες απεργίες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της χώρας και πολλούς κλάδους.
Στο διάστημα αυτό ξέσπασαν μεγάλες απεργίες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας και σε πολλούς κλάδους. Πολλά επίσης Σωματεία και δευτεροβάθμιες οργανώσεις δημιουργήθηκαν, όπως το Ε.Κ. Βόλου το 1908, η Φεντερασιόν το 1909 και το Ε.Κ.Αθήνας το 1910.
Στα 1911 η Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει τη διοργάνωση της εργατικής Πρωτομαγιάς στη Θεσσαλονίκη. Οι αστυνομικές δυνάμεις επεμβαίνουν και συλλαμβάνουν τους πρωτεργάτες, ανάμεσα σ΄αυτούς τον Μπεναρόγια, που εξορίζεται στη Σερβία.
Το 1911 αποφασίστηκε να ξαναγιορτασθεί η Πρωτομαγιά με πρωτοβουλία του Ν.Γιαννιού στο Μέτς, με κεντρικό σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο".
Την επόμενη χρονιά (1912) γιορτάστηκε και πάλι στο Μετς, η Αστυνομία οδήγησε τους Γιαννιό, Αποστολίδη και Παπαγιάννη στα γραφεια της γιατί «δεν είχαν άδειαν», όπου τελικά αφέθησαν ελεύθεροι.
Από το 1912 έχουμε και πάλι μακρόχρονη διακοπή του εορτασμού της Πρωτομαγιάς που θα ξαναγίνει το 1919.
Στο μεσοδιάστημα αυτό, ψηφίστηκε ο Ν.281/1914 «περί Σωματείων» με τον οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και τα σωματεία αρχίζουν να αποκτούν καθαρά εργατικό χαρακτήρα. Εχει επίσης ιδρυθεί η ΓΣΕΕ (1918) καθώς και αρκετά Εργατικά Κέντρα. Ο εορτασμός του 1919 απετέλεσε και την αφορμή για μια κρίση στη ΓΣΕΕ που οδήγησε σε διάσπαση. Τελικά γιορτάστηκε σε 12 πόλεις πανελλαδικά.
By ΓΣΕΕ/Σύνδεσμος >> http://www.gsee.gr/left_menu_files/left_m_p.php?p_id=19&men_pos=3
Η απεργία ξεκίνησε στο Σικάγο με φοβερή ορμητικότητα και με τεράστιες ελπίδες επιτυχίας. Γύρω στους 40.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία την 1η Μαΐου όπως είχε κανονιστεί, και τελικά έφτασαν να απεργούν 65.000 εργάτες μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες. Αλλά κι αυτός ο αριθμός δεν αντιπροσώπευε ολόκληρο το δυναμικό της πόλης: χωρίς να γίνει απεργία ικανοποιήθηκε το αίτημα για μείωση της εργάσιμης ημέρας περισσότερων από 45.000 εργατών. Επιπλέον, απεργούσαν ήδη χιλιάδες εργάτες στο Λέηκ Σωρ, στο Γουώμπας, στο Σικάγο, στο Μιλγουώκη, στο Σαιν Πωλ και σε διάφορους σταθμούς μεταφορών οι απεργοί διαμαρτύρονταν για την πρόσληψη εργατών που δεν ανήκαν στο συνδικάτο. Αντιμετωπίζοντας ένα τέτοιο μαζικό κίνημα ο αρχηγός της αστυνομίας Έμπερσολντ κατάλαβε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και ζήτησε να βρίσκεται σ’ επιφυλακή, το Σάββατο, 1η Μαΐου, ολόκληρη η δύναμη της αστυνομίας και των χαφιέδων του Πίνκερτον - δύναμη που ενισχύθηκε από ιδιωτικούς μπασκίνες, μισθωμένους πρώτα από την Εταιρεία Σιδηροδρόμων, καθώς και με ειδικούς χαφιέδες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τη Μεγάλη Στρατιά του Πότομακ. Παρόλες όμως τις πολεμικές προετοιμασίες, το Σάββατο κύλησε ειρηνικά. Η πόλη είχε γιορτινή εμφάνιση με τα εκατοντάδες κλειστά εργοστάσια και τους χιλιάδες απεργούς που περιδιάβαιναν τους δρόμους οικογενειακά. Έγιναν πορείες και μαζικές συγκεντρώσεις κι ακούστηκαν λόγοι στα πολωνικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τη βοημική διάλεκτο.
Αντιμέτωποι με μιαν απεργία που παρουσίαζε απρόβλεπτη δύναμη και διάθεση αλληλεγγύης, οι μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι συνασπίστηκαν για να τη συντρίψουν. Στις 27 Απριλίου ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Υποδηματοποιίας στον οποίο συμμετείχαν 60 βιομήχανοι αυτοπροσώπως και 160 με γραπτή δήλωσή τους. Ο Σύνδεσμος αποσκοπούσε στο συντονισμό της δράσης των εκμεταλλευτών. Τα μεγαλύτερα χυτήρια σιδήρου, χάλυβος, χαλκού και μπρούτζου διακήρυξαν ότι θ’ αντιτάσσονταν στο αίτημα για την καθιέρωση του οκτάωρου. Το πρωί της πρωτομαγιάς συνεδρίασαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων πλανιστηρίων για να αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα αντιδράσουν ενάντια στους απεργούς. Το ίδιο βράδυ πήραν μέρος σ’ αυτή τη συγκέντρωση οι ξυλέμποροι και οι εταιρείες συσκευασιών -έτσι, σύσσωμη η ξυλοβιομηχανία αποφάσισε να μην κάνει καμιά παραχώρηση στους εργάτες. Παρόλα αυτά, τη Δευτέρα 3 Μαΐου η εξάπλωση της απεργίας ήταν τρομακτική. Το ποτάμι κοντά στην ξυλεμπορική Αγορά είχε πλημμυρίσει από παρατημένη ξυλεία, ενώ έρχονταν 300 μαούνες γεμάτες φορτίο σε εκδήλωση συμπαράστασης. Οι οικοδομικές εργασίες που εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν σε άνθιση, παρέλυσαν ξαφνικά. Τα μεγάλα χυτήρια μετάλλων και οι μεταφορικοί σταθμοί μπλοκαρίστηκαν. Για να σπάσει η απεργία ήταν πια αναγκαία μια καθαρά επιθετική ενέργεια. Τη Δευτέρα τα γκλομπ της αστυνομίας άρχισαν να διαλύουν τις πορείες και τις συγκεντρώσεις.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έγιναν σοβαρές φασαρίες στο εργοστάσιο Μακ Γκόρμικ Χάρβεστερ. Η αντιδικία ανάμεσα στον εργοστασιάρχη Μακ Γκόρμικ και τους εργάτες χρονολογείται από τα μέσα Φεβρουαρίου όταν η επιχείρηση κήρυξε λοκ-άουτ ενάντια στους 1.400 υπαλλήλους, αντιμετωπίζοντας έτσι το αίτημά τους να σταματήσει η δίωξη ορισμένων συναδέλφων τους που είχαν απεργήσει παλιότερα. Τους επόμενους δυο μήνες οι απεργοσπάστες, οι χαφιέδες του Πίνκερτον και οι μπασκίνες έκαναν λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον των απεργών.
Η αστυνομία εξαπέλυσε την επίθεσή της το απόγευμα της Δευτέρας, 3 Μαΐου. 6.000 απεργοί ξυλεργάτες συγκεντρώθηκαν κοντά στο Μαύρο Μονοπάτι, ένα μίλι βόρεια απ’ το εργοστάσιο Μακ Γκόρμικ, με σκοπό τη δημιουργία μιας επιτροπής που θα στελνόταν στους ξυλεμπόρους. Ενώ ο Σπάιζ μιλούσε στη συγκέντρωση, μια ομάδα 200 περίπου ατόμων αποσπάστηκε αυθόρμητα από το πλήθος των απεργών, έκανε πορεία προς το εργοστάσιο και επιτέθηκε στους απεργοσπάστες που εκείνη τη στιγμή έφευγαν για το σπίτι τους.
Μέσα σε 10-15 λεπτά πλάκωσαν οι μπάτσοι - πάνω από 200. Στο μεταξύ ο Σπάιζ και οι συγκεντρωμένοι απεργοί βλέποντας τα περιπολικά κι ακούγοντας πυροβολισμούς ξεκίνησαν για το εργοστάσιο -στο δρόμο συναντήθηκαν με τη δύναμη των γκλομπ και των όπλων- οι αστυνομικοί πυροβολούσαν ανεξέλεγκτα τους απεργούς που έτρεχαν για να ξεφύγουν. Αποτέλεσμα: τέσσερις νεκροί και πάρα πολλοί τραυματίες.
Ο Σπάιζ αγανακτισμένος από τις νέες αγριότητες της αστυνομίας πήγε βιαστικά στο τυπογραφείο της “Εργατικής Εφημερίδας του Σικάγου” και κυκλοφόρησε την ακόλουθη προκήρυξη στα αγγλικά και τα γερμανικά:
ΕΚΔΙΚΗΘΕΙΤΕ! ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ!!!
Τ’ αφεντικά εξαπέλυσαν τα λαγωνικά τους -την αστυνομία- και δολοφόνησαν έξι από τα αδέρφια μας σήμερα το απόγευμα στη φάμπρικα του Μακ Γκόρμικ. Σκότωσαν τ’ άμοιρα αδέρφια μας γιατί όπως και σεις είχαν το κουράγιο να μην υπακούσουν στην ανώτατη θέληση των αφεντικών σας. Τους σκότωσαν γιατί τόλμησαν ν’ απαιτήσουν τη μείωση των ωρών σκλαβιάς. Τους σκότωσαν για να αποδείξουν σε σας τους “Ελεύθερους Αμερικανούς Πολίτες” ότι πρέπει να είσαστε ικανοποιημένοι με οτιδήποτε αποφασίσουν να σας επιτρέψουν αλλιώς θα πεθάνετε!
Εδώ και χρόνια υφίστασθε τις πιο χυδαίες ταπεινώσεις, εδώ και χρόνια υποφέρετε αμέτρητα πλήγματα, αμέτρητες αδικίες, εργαζόσαστε μέχρι αναισθησίας, υποφέρετε από τους πόνους της ένδειας και της πείνας· τα παιδιά σας τα θυσιάσατε στον αφέντη της φάμπρικας - με λίγα λόγια όλα αυτά τα χρόνια ήσασταν δυστυχισμένοι και υπάκουοι σκλάβοι. Γιατί; Για να ικανοποιήσετε την αδηφάγα φάρα, για να γεμίσετε τα χρηματοκιβώτια του κοπρίτη, κλέφτη αφέντη σας; Όταν τώρα του ζητάτε να σας ελαφρώσει το φορτίο σας, στέλνει τα λαγωνικά του για να σας πυροβολήσουν, να σας σκοτώσουν!
Αν είσαστε άντρες, αν είσαστε τέκνα των πατεράδων σας που έχυσαν το αίμα τους για να σας ελευθερώσουν, τότε θα σηκώσετε τ’ ανάστημά σας, θα δείξετε τη δύναμή σας και θα καταστρέψετε εσείς το απαίσιο τέρας που θέλει να σας καταστρέψει. Στα όπλα, σας καλούμε στα όπλα!
Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΑΣ
Το επόμενο βράδυ μια δεύτερη προκήρυξη καλούσε σε μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Παλιά Αγορά της οδού Ράντολφ.
Το πρωί της Τρίτης, 4 Μαΐου, ξημέρωσε με την αστυνομία να επιτίθεται ενάντια σε 3.000 απεργούς κοντά στην 35η οδό. Οι επιθέσεις κατά των συγκεντρωμένων απεργών συνεχίστηκαν και το απόγευμα, ειδικά στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης. Ο δήμαρχος Χάρρισον έδωσε άδεια για μαζική συγκέντρωση εκείνη τη βραδιά και στις 7 η ώρα ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην Πλατεία Αγοράς, το κέντρο των ξυλεμπορικών. Μεταξύ 8 και 9 η ώρα είχαν εμφανιστεί περίπου 3.000 άτομα, ανάμεσά τους και ο δήμαρχος Χάρρισον που παρακολουθούσε σαν θεατής για να μην διασαλευτεί η τάξη. Στο αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεμπλαίν, μισό τετράγωνο απόσταση από τη συγκέντρωση, ένα αρκετά μεγάλο σώμα αστυνομικών βρισκόταν σ’ ετοιμότητα. Η συγκέντρωση ήταν πολύ ήσυχη. Ο Σπάιζ μίλησε στους απεργούς από ένα αμάξι μπροστά στο εργοστάσιο των αδερφών Κραίην. Ύστερα μίλησε ο Πάρσονς που περιορίστηκε στο θέμα του οκταώρου. Ύστερα μίλησε ο Φήλντεν. Γύρω στις 10 μια δυνατή καταιγίδα άρχισε να διαλύει τη συγκέντρωση, ενώ εκείνη την ώρα ο Σπάιζ και ο Πάρσονς είχαν φύγει. Ο μόνος που είχε μείνει ήταν ο Φήλντεν που μιλούσε στον κόσμο που ήταν ακόμα εκεί. Ο δήμαρχος Χάρρισον που είχε κρίνει ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική και ότι όλα είχαν τελειώσει, έφυγε λίγο μετά τις 10, κάλεσε το αστυνομικό τμήμα για να δώσει αναφορά και μετά πήγε να κοιμηθεί στο σπιτάκι του.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ο διευθυντής της αστυνομίας, Τζων Μπόνφηλντ, μισητός σ’ όλη την πόλη για την κτηνωδία του, μπήκε επικεφαλής ενός αποσπάσματος 180 μπάτσων για να διαλύσει όσους είχαν απομείνει από τη συγκέντρωση. Η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα νόημα πέρα από το ότι ο Μπόνφηλντ ήθελε να προκαλέσει άλλο ένα μακελειό. Σύμφωνα με τον κυβερνήτη της Πολιτείας, Ώλντγκενλντ, “ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ είναι ο πραγματικός υπεύθυνος για το θάνατο των αστυνομικών”. Οι μπάτσοι κρατήθηκαν σε κάποια απόσταση από το αμάξι των ομιλητών και ένας λοχαγός Γουώρντ διέταξε τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν. Ο Φήλντεν απάντησε ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική. Καθώς ο Γουώρντ στράφηκε για να δώσει διαταγή στους άντρες του μια βόμβα έπεσε από ένα σημείο στο πεζοδρόμιο λίγο πιο αριστερά από το αμάξι. Η έκρηξη έγινε εκεί που στέκονταν οι μπάτσοι και τραυμάτισε 66. Απ’ αυτούς οι επτά πέθαναν αργότερα. Η αστυνομία άρχισε αμέσως να πυροβολεί υστερικά το πλήθος, σκοτώνοντας αρκετούς και τραυματίζοντας 200. Πανικός ξέσπασε στη γειτονιά. Έγιναν τηλεφωνήματα σε γιατρούς. Τα φαρμακεία γέμισαν τραυματίες.
Μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί ποιος έριξε τη βόμβα. Υπάρχουν τρεις πιθανότητες:
1) ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ υποστήριζε στο απαλλακτικό διάγγελμά του το 1893 ότι ρίχτηκε από κάποιον σαν αντίποινα για όλες τις βιαιότητες του Μπόνφηλντ και της αστυνομίας. “...Αποδεικνύεται ότι κατά πάσα πιθανότητα η βόμβα ρίχτηκε από κάποιον που ζητούσε προσωπική εκδίκηση, ότι οι αρχές ακολούθησαν μια τακτική που ήταν φυσικό να προκαλέσει όλα όσα προκάλεσε, ότι αρκετά χρόνια πριν από το επεισόδιο της Παλιάς Αγοράς δεν είχαν σημειωθεί εργατικές ταραχές και ότι σε αρκετές περιπτώσεις πολλοί εργάτες που δεν ήταν ένοχοι καμιάς κατηγορίας είχαν δολοφονηθεί, και κανένας από τους δολοφόνους δεν πέρασε από δικαστήριο. Οι μαρτυρίες που δόθηκαν στους ανακριτές και εκτέθηκαν εδώ αποδεικνύουν ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις πυροβολήθηκαν άτομα και σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να πυροβοληθούν· παρόλα αυτά δεν κατηγορήθηκε κανείς. Στο Σικάγο έγιναν πολλές απεργίες κατά τις οποίες η αστυνομία όχι μόνο επιτέθηκε ενάντια στους ανθρώπους, αλλά και χωρίς καμιά νομική δικαιοδοσία εισέβαλε και διέσπασε ειρηνικές συγκεντρώσεις· σε πολλές περιπτώσεις που δεν ήταν ένοχοι στο παραμικρό”.
2) Η πιθανότητα ενός προβοκάτορα δεν πρέπει να απορριφθεί εντελώς. Η αστυνομία του Σικάγου εκείνη την εποχή ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Το πρωί μετά την έκρηξη της βόμβας ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ έκανε την εξής ανακοίνωση:
“Θα λάβωμεν δραστικά μέτρα διά την σύλληψιν των ηγετών της υποθέσεως αυτής. Η ενέργεια της χθεσινής νυκτός θα αποδείξει ότι η βομβιστική και δυναμιτιστική φρασεολογία δεν ήτο απλή πομφόλυξ... Η επίθεσις εναντίον ημών ήτο κτηνώδης και θρασύδειλος”. (Η υπογράμμιση έγινε από τον ίδιο τον Μπόνφηλντ).
Η υπογραμμισμένη πρόταση ίσως υποδηλώνει μια παλιά πρόθεσή του να αποδείξει ότι η “δυναμιτιστική φρασεολογία” δεν ήταν “απλή πομφόλυξ”.
3) Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ήταν ένοχος ο αναρχικός Ρ. Στσνάουμπελτ, γαμπρός του Μ. Στσουώμπ. Το γεγονός ότι συνελήφθηκε δύο φορές και αφέθηκε ελεύθερος σε περίοδο που η αστυνομία συνελάμβανε και φυλάκιζε όλους τους αναρχικούς και συμπαθούντες που μπορούσε να αρπάξει, δημιουργεί την υποψία ή μάλλον τη βεβαιότητα ότι η αστυνομία ήθελε να τον ξεμπερδέψει για να μπορέσει να καταδικάσει τους οκτώ σημαντικότερους επαναστάτες ηγέτες.
Ο δικαστής Γκάρυ που αναθεώρησε την υπόθεση επτά χρόνια μετά την πρώτη δίκη παραδέχτηκε πως ήταν πολύ πιθανή η ενοχή του Στσνάουμπελτ και πως η απαλλαγή του μπορεί να έγινε όταν ακριβώς ήταν ο σημαντικότερος ύποπτος. Ο Γκάρυ συμπέρανε, παρόλα αυτά, ότι “ή ο Στσνάουμπελτ ή κάποιος άλλος πέταξε τη βόμβα, πράγμα που δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία”.
Οι εφημερίδες, όχι μόνο στο Σικάγο, αλλά και παντού, άρχισαν να σπέρνουν τον πανικό. Απαίτησαν την εκτέλεση όλων των ανατρεπτικών στοιχείων. Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε τους κυριότερους αναρχικούς επαναστάτες της πόλης - τους Σπάιζ, Φήλντεν, Στσουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ και άλλους, ακόμα και τους 25 τυπογράφους της “Εργατικής Εφημερίδας”. Ο μόνος που διέφυγε ήταν ο Πάρσονς που η αστυνομία δεν μπορούσε να τον συλλάβει παρά το φοβερό κυνηγητό. Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του μπάτσου Μ. Τζ. Ντήγκαν οι εφημερίδες απαίτησαν κραυγαλέα βιαστικές δίκες στο κακουργιοδικείο. Για αρκετές βδομάδες αναζωπύρωναν το αίσθημα τρομοκρατίας που επικρατούσε στο κοινό. Οι τίτλοι τους ήταν χαρακτηριστικοί: Αιμοδιψή κτήνη, Ερυθροί ρουφιάνοι, Ερυθροί ταραξίες, Κατασκευαστές βομβών, Ερυθροί αγκιτάτορες, Αναρχικοί δυναμιτιστές, Αιμοδιψή τέρατα, Εκσφενδονιστές βομβών, Βομβολάτρες. Η εφημερίδα Chicago Tribune έγραφε στις 6 Μαΐου: “Τα φίδια αυτά θράφηκαν και αναζωογονήθηκαν με τη λιακάδα της ανοχής και πήραν θάρρος να επιτεθούν ενάντια στην κοινωνία, το νόμο, την τάξη και την κυβέρνηση”. Και η Chicago Herald της ίδιας ημέρας: “Ο όχλος που παρακινήθηκε από τον Σπάιζ και τον Φήλντεν σε δολοφονίες δεν αποτελείται από αμερικανούς. Είναι καθάρματα από την Ευρώπη που ζήτησαν καταφύγιο σ’ αυτές τις ακτές για να καταχραστούν τη φιλοξενία μας και να περιφρονήσουν τις αρχές της χώρας”. Η Chicago Interocean: “Για μήνες, για χρόνια, αυτά τα μικροπρεπή υποκείμενα διαλαλούσαν τα στασιαστικά κι επικίνδυνα δόγματά τους”. Η Chicago Journal της 7ης Μαΐου: “Η Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή όταν θα περιλάβει τους κρατούμενους αναρχικούς. Οι νόμοι που αφορούν τη συνενοχή σ’ εγκλήματα είναι τόσο σαφείς ώστε οι δίκες τους δεν θα πρέπει να κρατήσουν πολύ”.
Η τροφοδότηση της υστερίας του κοινού κατάντησε να είναι πρωταρχική δραστηριότητα της αστυνομίας. Ύστερα από τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής του, ο αρχηγός της αστυνομίας, Έμπερσολντ, παραδέχτηκε: “Ήτο τακτική μου να κατευνάσω τα πνεύματα όσο το δυνατόν ταχύτερον μετά την 4ην Μαΐου 1886. Η γενική αναταραχή ήτο εις βάρος της πόλεως του Σικάγου. Άλλωστε ο λοχαγός Στσάακ επεζητούσε την αναταραχήν. Ήθελε να ανεύρη βόμβας πανταχόθεν... Μετά την διάλυσιν των αναρχικών ομάδων, ο Στσάακ ήθελε να εξαπολύσει τους άνδρας του διά να οργανώσουν εκ νέου τας διαλελυμένας ομάδας”. Η αστυνομία πήρε στα χέρια της τους καταλόγους συνδρομητών της “Εργατικής Εφημερίδας” και άρχισε μαζικές εφόδους. Στις αίθουσες συγκεντρώσεων, στα τυπογραφεία, στα σπίτια γινόντουσαν διαρρήξεις και έρευνες· συνελάμβαναν και φυλάκιζαν οποιονδήποτε είχε έστω και ελάχιστη σχέση με το ριζοσπαστικό κίνημα. Η αστυνομία φρόντιζε οι επιδρομές της να έχουν αποτελέσματα. Κάθε μέρα ανακάλυπταν πυρομαχικά, καραμπίνες, μαχαίρια, ντουφέκια, πιστόλια, ξιφολόγχες, αναρχικά φυλλάδια, κόκκινες σημαίες, ανατρεπτικά πανό, φυσίγγια, εγχειρίδια, σφαίρες, μολύβι, υλικά για την κατασκευή τορπιλών, κάλυκες σφαιρών, δυναμίτη, βόμβες, οβίδες, καψούλια, μηχανήματα, ψεύτικες πόρτες για κρύπτες, υπόγειες γαλαρίες σκοποβολής. Κάθε εύρημα της αστυνομίας διατυμπανιζόταν από τις εφημερίδες. Απλώθηκε η φήμη ότι ο “Μοστ” θα ερχόταν από τη Νέα Υόρκη, προφανώς για να κλιμακώσει το κύμα δολοφονιών, οπότε η αστυνομία παρέταξε επιδεικτικά έξω από το σταθμό τους χαφιέδες της. Μαζεύτηκε πλήθος για να υποδεχτεί τον επικίνδυνο επισκέπτη, ο Μοστ όμως δεν φάνηκε. Η κατάλληλη ατμόσφαιρα για τη δίκη είχε προετοιμαστεί προσεκτικά.
“ΑΦΗΣΤΕ Ν’ ΑΚΟΥΣΤΕΙ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ”
Όταν συνεδρίασε το κακουργιοδικείο, στα μέσα Μαΐου, κατηγόρησε τους Ώγκαστ Σπάιζ, Μάικελ Στσουώμπ, Σάμουελ Φήλντεν, Άλμπερτ Πάρσονς, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ και Όσκαρ Νημπ, όλοι τους βασικά μέλη της Διεθνούς, σαν υπεύθυνους για τη “δολοφονία” του Ματίας Τζ. Ντήγκαν στις 4 Μαΐου. Η δίκη ορίστηκε για τις 21 Ιουνίου στο δικαστήριο του Κουκ Κάουντυ με δικαστή τον Τζόζεφ Γκάρυ. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο πολιτειακός εισαγγελέας Τζ. Γκρίνελ. Οι κατηγορούμενοι όρισαν 4 συνήγορους. Η δίκη άρχισε ενώ η αστυνομία έκανε τις συγκλονιστικές της αποκαλύψεις, οι εφημερίδες αράδιαζαν μυθιστορίες για αναρχικές συνωμοσίες που αποσκοπούσαν σε μαζικές δολοφονίες και το κοινό ούρλιαζε απαιτώντας γρήγορα την εκτέλεση των κατηγορούμενων. Στην αρχή της προανάκρισης ο Πάρσονς που είχε διαφύγει τη σύλληψη για έξι βδομάδες, βάδισε μέσα στο δικαστήριο και παραδόθηκε για να δικαστεί, συναντώντας τους συντρόφους του στο εδώλιο των κατηγορουμένων.
Από κείνη τη στιγμή δύο γεγονότα απέδειξαν ότι η δίκη δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση δίκαιη. Πρώτον, ο δικαστής Γκάρυ ανάγκασε και τους οκτώ κατηγορούμενους να δικαστούν μαζί, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο παραδοχής όλων των ειδών αποδεικτικών στοιχείων. Δεύτερον, χάρη σ’ ένα απίθανο τέχνασμα οι ένορκοι δεν διαλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της τυχαίας κλήρωσης, αλλά αντίθετα από ένα κλητήρα διορισμένο από τον πολιτειακό εισαγγελέα. Ένας επιχειρηματίας του Σικάγου, ο Ο. Σ. Φαίηβορ, στην ένορκη κατάθεσή του δήλωσε ότι ο κλητήρας του είχε πει μπροστά σε μάρτυρες: “Εγώ χειρίζομαι αυτή την υπόθεση και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τα άτομα αυτά θα κρεμαστούν σίγουρα. Διαλέγω αυτούς ακριβώς τους ενόρκους γιατί οι κατηγορούμενοι θα τους απορρίψουν ασυζητητί και τελικά θα χάσουν τον καιρό τους και τις ενστάσεις τους. Θ’ αναγκαστούν να τους δεχτούν απλώς γιατί τους θέλει ο δημόσιος κατήγορος”. Ο δικαστής με πολύ έξυπνες ερωτήσεις κατάφερε να θεωρηθούν κατάλληλοι ένορκοι πολλοί που είχαν παραδεχτεί ανοιχτά τις προκαταλήψεις τους απέναντι στους κατηγορούμενους και οι οποίοι απορρίπτονταν εντελώς από την υπεράσπιση. Χρειάστηκαν 21 μέρες για να διαλεχτούν οι ένορκοι και εξετάστηκαν 981 υποψήφιοι. Τελικά η υπεράσπιση εξάντλησε το δικαίωμα ένστασης και έτσι διαλέχτηκαν οι 12 ένορκοι που ανάμεσά τους ήταν κι ένας συγγενής θύματος από τη βόμβα.
Η εισηγητική ομιλία του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ μετά την παρουσίαση των στοιχείων έγινε στις 14 Ιουλίου και διαβεβαίωσε τους ενόρκους ότι θα εμφανιζόταν ο άνθρωπος που είχε ρίξει τη βόμβα. Πράγμα βέβαια που ήταν αδύνατον. Παρόλα αυτά έγινε προσπάθεια να στηριχτεί η κατηγορία στη μαρτυρία δύο υποτιθέμενων αναρχικών που μηρύκασαν τα “επίσημα” στοιχεία, παρουσιάζοντας κάποια ιστορία για την ύπαρξη τρομοκρατικής συνωμοσίας σύμφωνα με τα οποία θα ανατινάζονταν με δυναμίτη όλα τα αστυνομικά τμήματα, ένα κάθε φορά που θα εμφανιζόταν η γερμανική λέξη Rhue στην “Εργατική Εφημερίδα”. Η μαρτυρία των δύο αυτών ατόμων σαρώθηκε εντελώς από την υπεράσπιση. Όταν λοιπόν ξεφούσκωσε κι αυτό το μπαλόνι αποκαλύφθηκαν άλλα παράξενα στοιχεία. Ένας άλλος μάρτυρας, ο Γκίλμερ, που αποδείχτηκε επαγγελματίας ψευδομάρτυρας, ορκίστηκε ότι είχε δει ένα αντικείμενο που έμοιαζε με βόμβα ανάμεσα στους Σπάιζ, Στσουώμπ και Στσνάουμπελτ και ότι είχε παρατηρήσει αυτό τον τελευταίο να ρίχνει τη βόμβα ενάντια στους αστυνομικούς. Επιπλέον, πάρα πολλοί αστυνομικοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο Φήλντεν τους είχε πυροβολήσει πίσω από το αμάξι των ομιλητών, οι ισχυρισμοί τους όμως αποδείχτηκαν αβάσιμοι...
Παρά τη δημιουργία συναισθηματικής ομίχλης γύρω από τα γεγονότα, το Κράτος, όπως παρατήρησε ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει ποιος έριξε τη βόμβα. Δεν μπόρεσε επίσης να αποδείξει την ύπαρξη κάποιας συγκεκριμένης συνωμοσίας από μέρους των κατηγορουμένων.
Με την εξέλιξη της υπόθεσης, οι οκτώ κατηγορούμενοι κατέληξαν να δικάζονται για τις ιδέες τους, παρόλο που δεν επέτρεψαν στην υπεράσπιση να παρουσιάσει μαρτυρίες σχετικές με τη θεωρία του αναρχισμού. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι οι γενικές αρχές των αναρχικών αποτελούσαν προτροπή για την καταστροφή όλων των καπιταλιστών, ο δικαστής Γκάρυ επέτρεψε στον δημόσιο κατήγορο να συμπεράνει την ύπαρξη συγκεκριμένης συνωμοσίας. Οι ένορκοι αιφνιδιάστηκαν με αποσπάσματα από διάφορα εμπρηστικά άρθρα της εφημερίδας “Συναγερμός” και της “Εργατικής Εφημερίδας”. Η αστυνομία επέδειξε στους ενόρκους μια σειρά δεματιών δυναμίτη και διάφορες βόμβες με καταχθόνιους μηχανισμούς, παρόλο που τα πιο πολλά απ’ αυτά τα “στοιχεία” είχαν βρεθεί σε μίλια απόσταση από το σημείο της έκρηξης και ύστερα από βδομάδες ολόκληρες. Το θέαμα των εκθεμάτων προκάλεσε το επιθυμητό αποτέλεσμα: προξένησε τρόμο. Η υπεράσπιση εναντιώθηκε στην παρουσίαση άσχετων στοιχείων που αποσκοπούσαν στην πρόκληση εχθρικών συναισθημάτων αλλά το δικαστήριο απέρριψε όλες τις ενστάσεις της. Ο δικαστής Γκάρυ αποκάλυψε έτσι την προκατάληψή του, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ.
Η συνοπτική διαδικασία μπροστά στους ενόρκους άρχισε στις 14 Αυγούστου. Έληξε με την αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”. Όπως είχε προβλεφθεί οι ένορκοι ανακοίνωσαν την απόφασή τους στις 20 Αυγούστου: τους χαρακτήρισαν όλους ένοχους και επέβαλαν την ποινή του απαγχονισμού στους επτά κατηγορούμενους, ενώ στον Όσκαρ Νημπ επέβαλαν φυλάκιση 15 χρόνων. Η υπεράσπιση έκανε έφεση για νέα δίκη τον Σεπτέμβριο. Η έφεση απορρίφθηκε και οι καταδικασμένοι κλήθηκαν να απολογηθούν. Οι απολογίες τους ήταν λεπτομερειακές, κράτησαν τρεις μέρες και απευθύνονταν όχι μόνo στο δικαστήριο αλλά και στους εργάτες όπου κι αν βρίσκονταν.
Ύστερα από μια μεγάλη ανάλυση των απόψεών του ο Σπάιζ είπε: “Λοιπόν, αυτές είναι οι ιδέες μου. Αποτελούν μέρος του εαυτού μου, δεν μπορώ να τις αποχωριστώ και δεν θα το έκανα ακόμα κι αν μπορούσα. Κι αν νομίζετε ότι μπορείτε να συντρίψετε αυτές τις ιδέες που κερδίζουν έδαφος κάθε μέρα και περισσότερο, αν νομίζετε ότι μπορείτε να τις στείλετε στην κρεμάλα -αν επιβάλλετε άλλη μια φορά τη θανατική ποινή σε άτομα που τόλμησαν να πουν την αλήθεια - και σας προκαλώ να μας αποδείξετε σε ποιο σημείο είπαμε ψέματα - σας λέω ότι αν ο θάνατος είναι η ποινή γιατί διακηρύχτηκε η αλήθεια, τότε θα πληρώσω το ακριβό τίμημα με περηφάνια και τόλμη! Φωνάξτε το δήμιό σας!”
Ο Τζωρτζ Ένγκελ είπε: “Μισώ και πολεμάω όχι τον καπιταλιστή σαν άτομο, αλλά το σύστημα που του δίνει τα προνόμιά του. Η μεγαλύτερή μου επιθυμία θα ήταν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν οι εργάτες ποιοι είναι οι φίλοι τους και ποιοι οι εχθροί τους”.
Και με το θάρρος που είχε δείξει κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Λινγκ που ήταν τότε μόνο 21 χρονών, είπε:
“Επαναλαμβάνω ότι είμαι εχθρός της τάξης που επικρατεί σήμερα και επαναλαμβάνω ότι θα την πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις, όσο μπορώ ακόμα να ανασαίνω... Σας απεχθάνομαι! Απεχθάνομαι την τάξη σας, τους νόμους σας, την εξουσία σας που στηρίζεται στη βία. Κρεμάστε με γι’ αυτό!”
Η εκτέλεση της καταδίκης αναβλήθηκε μια και η υπόθεση παρουσιαζόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλλινόις. Αφού εξετάστηκε για αρκετούς μήνες και παρά το γεγονός ότι η δίκη έβριθε σφαλμάτων νομικής φύσης, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστήριου το Σεπτέμβριο του 1887. Όλες οι εργατικές οργανώσεις παντού, εκτός από τους Ιππότες της Εργασίας, ζήτησαν χάρη για τους καταδικασμένους αναρχικούς. Τις τελευταίες μέρες ο Φήλντεν και ο Στσουώμπ έκαναν αίτηση για χάρη και ζήτησαν μετατροπή της ποινής. Οι άλλοι απαίτησαν Ελευθερία ή θάνατο. Ο κυβερνήτης Όγκσλμπυ μετέτρεψε την ποινή του Φήλντεν και του Στσουώμπ σε ισόβια και έτσι μεταφέρθηκαν στις κρατικές φυλακές του Τζόλιετ μαζί με τον Νημπ. Ο Λινγκ απέφυγε το ικρίωμα την προηγούμενη της εκτέλεσης πυροδοτώντας ένα τσιγάρο με δυναμίτη μέσα στο στόμα του. Οι υπόλοιποι τέσσερις κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1887.
“Οι θηλιές στήθηκαν γρήγορα, οι κουκούλες κατέβηκαν. Τότε κάτω από τα καλύμματα ακούστηκαν τα εξής:
ΣΠΑΪΖ: Θάρθει μια εποχή που η σιωπή του τάφου μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα.
ΕΝΓΚΕΛ και ΦΙΣΕΡ: Ζήτω η Αναρχία! Αυτή είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου!
ΠΑΡΣΟΝΣ: Ω, άνθρωποι της Αμερικής, θα μου δώσετε την άδεια να μιλήσω; Αφήστε με να μιλήσω Σερίφη Μαίητσον. Αφήστε να ακουστεί η φωνή του λαού, Ω!”.
Ύστερα από χρόνια, μετά από αναθεώρηση της δίκης, οι Φήλντεν, Στσουώμπ και Νημπ απαλλάχτηκαν της κατηγορίας και απελευθερώθηκαν.
By:inout.gr
Εργατική Πρωτομαγιά
By:ΓΣΣΕ
Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Πριν από περισσότερα από 100 χρόνια, το 1886, η εργατική τάξη στις ΗΠΑ έδωσε μια από τις πιο σκληρές μάχες για την καθιέρωση του 8ωρου. Η μεγάλη απεργία των εργατών του Σικάγου την Πρωτομαγιά του 1886 είχε τραγική κατάληξη με θύματα και τιμωρία των υποκινητών της εξέγερσης.
Σε ανάμνηση αυτής της εξέγερσης, καθιερώθηκε η Πρωτομαγιά σαν παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης, ύστερα από απόφαση που πήρε η ιδρυτική συνέλευση της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι (που πραγματοποιήθηκε στις 14/7/1889 και στην οποία μετείχαν 391 αντιπρόσωποι συνδικάτων από 20 χώρες).
Από τη στιγμή που η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε σα μέρα διεθνούς διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης, συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες και επιβλήθηκε – μέσα από νίκες και ήττες – σαν εκδήλωση της αλληλεγγύης και της ενότητας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Η Εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1893 (την Κυριακή 2 Μαίου 1893) στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Διοργανωτής της ήταν ο Σταύρος Καλλέργης.
Τα αιτήματα της συγκέντρωσης, που διατυπώθηκαν στο ψήφισμα, ήταν τα εξής :
1. Την Κυριακήν καθ΄όλην την ημέραν να κλείουν τα καταστήματα.
2. Να περιορισθή η εργασία των εργατών εις οκτώ ώρας από δώδεκα και πλέον που εργάζονται.
3. Οι εν ενεργεία παθόντες εργάται να συντρέχωνται υπο του κράτους και των συναδέλφων των.
Ύστερα από την επιτυχία της πρώτης εργατικής πρωτομαγιάς του 1893 και τον ενθουσιασμό που δημιούργησε πάρθηκε απόφαση να γιορτασθεί η εργατική Πρωτομαγιά του 1894 ενωτικά από όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της εποχής. Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν οι Πλ.. Δρακούλης, Στ. Καλλέργης, Ευαγ. Μαρκαντωνάτος και Δ. Γραμματικός.
Τα αιτήματα της συγκέντρωσης, που διατυπώθηκαν στο ψήφισμα, ήταν τα εξής :
1. «Την Κυριακήν να κλείωνται τα καταστήματα καθ’ όλην την ημέραν και οι εργάται ν΄αναπαύωνται.
2. Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν και ν΄ απαγορευθή η εργασία εις τους ανηλίκους.
3. Να απονέμεται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Χρειάστηκε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια, ως το 1911 που γιορτάστηκε και πάλι η εργατική Πρωτομαγιά. Σ΄ όλο αυτό το διάστημα ξέσπασαν μεγάλες απεργίες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της χώρας και πολλούς κλάδους.
Στο διάστημα αυτό ξέσπασαν μεγάλες απεργίες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας και σε πολλούς κλάδους. Πολλά επίσης Σωματεία και δευτεροβάθμιες οργανώσεις δημιουργήθηκαν, όπως το Ε.Κ. Βόλου το 1908, η Φεντερασιόν το 1909 και το Ε.Κ.Αθήνας το 1910.
Στα 1911 η Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει τη διοργάνωση της εργατικής Πρωτομαγιάς στη Θεσσαλονίκη. Οι αστυνομικές δυνάμεις επεμβαίνουν και συλλαμβάνουν τους πρωτεργάτες, ανάμεσα σ΄αυτούς τον Μπεναρόγια, που εξορίζεται στη Σερβία.
Το 1911 αποφασίστηκε να ξαναγιορτασθεί η Πρωτομαγιά με πρωτοβουλία του Ν.Γιαννιού στο Μέτς, με κεντρικό σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο".
Την επόμενη χρονιά (1912) γιορτάστηκε και πάλι στο Μετς, η Αστυνομία οδήγησε τους Γιαννιό, Αποστολίδη και Παπαγιάννη στα γραφεια της γιατί «δεν είχαν άδειαν», όπου τελικά αφέθησαν ελεύθεροι.
Από το 1912 έχουμε και πάλι μακρόχρονη διακοπή του εορτασμού της Πρωτομαγιάς που θα ξαναγίνει το 1919.
Στο μεσοδιάστημα αυτό, ψηφίστηκε ο Ν.281/1914 «περί Σωματείων» με τον οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και τα σωματεία αρχίζουν να αποκτούν καθαρά εργατικό χαρακτήρα. Εχει επίσης ιδρυθεί η ΓΣΕΕ (1918) καθώς και αρκετά Εργατικά Κέντρα. Ο εορτασμός του 1919 απετέλεσε και την αφορμή για μια κρίση στη ΓΣΕΕ που οδήγησε σε διάσπαση. Τελικά γιορτάστηκε σε 12 πόλεις πανελλαδικά.
By ΓΣΕΕ/Σύνδεσμος >> http://www.gsee.gr/left_menu_files/left_m_p.php?p_id=19&men_pos=3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου