Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Η Παναΐτσα της Βαλύρας

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ


Γράφει:ο Ακαδημαϊκός Κος Γεώργιος Γιακουμής

Η Γεωγραφική θέση της Βαλύρας.
Η Βαλύρα είναι χτισμένη πάνω σ’ έναν ομαλό λόφο, σε υψόμετρο 37 μέτρων περίπου, και δεσπόζει στον ολόγυρα καταπράσινο κάμπο με τα πολλά νερά και τις πλούσιες δενδροκαλλιέργειες. «Τζεφερεμίνι» ονομαζόταν παλιά, γι’ αυτό οι ντόπιοι ζήτησαν τη μετονομασία του (σε Βαλύρα, που ήταν το αρχαίο όνομα της Μαυροζούμαινας, παραπόταμου του Παμίσου).
Είναι βέβαιο ότι η περιοχή γύρω από το λόφο είχε ανέκαθεν οικονομική αξία, καθώς μαρτυρείται από τα μνημεία της – τα οποία υποπτευόμαστε ότι είναι περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουν οι ίδιοι οι κάτοικοί της και κυρίως σπουδαιότερα απ’ όσο νομίζουν… Δυστυχώς, ο συρμός των συνεχών αλλαγών, η αδιαφορία για την παράδοση, η ξενομανία, η μοντέρνα εύκολη ζωή, ίσως και ο αγροτικός κάματος των χωριανών, δεν έχουν επιτρέψει στους ανθρώπους αυτούς να γνωρίσουν καλά τα στοιχεία της τοπικής ιστορίας και, κυριότατα, να αναδείξουν την πολιτισμική τους κληρονομιά συντηρώντας, ανακαινίζοντας και εξωραΐζοντας τα μνημεία του τόπου τους!

Το χρέος των κατοίκων.
Ιδιαίτερα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Θάμυρις» και οι των γύρω χωριών οφείλουν να ενεργοποιηθούν ζωηρά, όχι τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο σε επίπεδο ευαισθητοποίησης των παιδιών και συνειδητοποίησης των νέων ανθρώπων – να κατανοήσουν την αξία των μνημείων αυτών για τον τόπο τους, να τα υιοθετήσουν πνευματικά, να τα αγαπήσουν συναισθηματικά και να συναγωνισθούν ευγενικά, ώστε να τα αναδείξουν σε πόλους τοπικής πολιτιστικής ζωής. Γιατί, συγκρίνοντας την αλλοτινή συμπεριφορά των ντόπιων (για παράδειγμα της Πύλου και της Κυπαρισσίας, που προπολεμικά δενδροφύτευσαν τα κάστρα τους) με την τωρινή αδιάφορη μάλλον στάση αρκετών χωριών του μεσσηνιακού κάμπου, πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχει κάμψη του ενδιαφέροντος. Ιδίως παλαιότερα, ο βαθμός ευαισθησίας των ντόπιων προς τα μνημεία τού τόπου τους ήταν υψηλός. Μια βαθιά πίστη κυριαρχούσε στην ψυχή των τότε αγράμματων χωρικών ότι τα μνημεία ήταν χνάρια προγόνων, αποδείξεις ιστορικότητας, ζωντανές μνήμες, αναστημένες πνοές Βυζαντίου, περήφανες αρχαιότητες ή ηρωικοί πρόμαχοι της τουρκοκρατίας, πολύτιμα σπαράγματα μεγαλείου!

Τα μνημεία της Βαλύρας.
Γύρω από την Βαλύρα σώζονται, σε μέτρια κατάσταση, 4-5 σημαντικά βυζαντινά μνημεία, τα οποία δυστυχώς αγνοούνται από τα παιδιά τού δημοτικού σχολείου, του σχετικά κοντινού γυμνασίου και του λυκείου. Ίσως και πολλοί μεγαλύτεροι, όπως οι γονείς των παιδιών αυτών, έχουν επισκεφθεί τα μνημεία αυτά, αφού κανείς δεν τους έχει ενημερώσει σχετικά με την αξία τους και κανείς δεν τους υπέδειξε τρόπους αναβάθμισής τους τουλάχιστον με καλλωπιστικές παρεμβάσεις στους περιβάλλοντες χώρους. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία κατά γενική ομολογία αρκείται σε ρόλο ανασχετικό κάθε σχετικής απόπειρας…
Εμείς, μετά από μια μικρή περιήγηση που κάναμε με οδηγό τον Χρήστο Παπαγεωργίου, φωτογραφήσαμε δύο επιστημονικών γνωστά μνημεία της Βυζαντινής εποχής και μάθαμε για άλλα δύο, που θα τα παρουσιάσουμε σε επόμενο ρεπορτάζ. Σήμερα αρκούμαστε στην παρουσίαση της σεμνής «Παναγίτσας» και του «»Αϊ-Βλάση» Βαλύρας.

Ο βυζαντινός ναΐσκος.
Περίπου ένα χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της Βαλύρας, πνιγμένο μέσα σε κάποιον ελαιώνα, βρίσκεται ένα Βυζαντινό εξωκκλήσι, το οποίο δεν φανερώνει την παλαιότητά του λόγω των παρεμβάσεων που έχει δεχτεί (με ευσεβείς βέβαια προθέσεις) από απλούς θεοσεβούμενους αλλά χωρίς γνώση «συντηρητές»/ευπρεπιστές. Οι παρεμβάσεις αυτές (τσιμεντοστρώματα, ασβεστώματα, εσωτερικά φατνώματα, επιχρίσματα κ.λ.π.) δίνουν αρχικά την εντύπωση ότι το κτίσμα δεν είναι παλαιότερο των δύο-τριών αιώνων, ενώ αυτό πλησιάζει την ηλικία των…χιλίων χρόνων!
Το ναΐδριο επισκέφθηκε και μελέτησε επιστημονικά ο πανεπιστημιακός καθηγητής της Βυζαντινολογίας Γ. Δημητροκάλλης. Μάλιστα το συμπεριέλαβε στο σπουδαίο σύγγραμμά του «Άγνωστοι Βυζαντινοί Ναοί της Ι.Μ. Μεσσηνίας», που κυκλοφόρησε, ως Β΄ τόμος προ 3-4 ετών αφιερωμένο στον «θνηπόλον Μεσσηνίας Χρυσόστομον».

Η αρχιτεκτονική του.
Πρόκειται για ένα μονόκλιτο, δρομικό και μονόχωρο ναΐδριο, άλλοτε καμαροσκέπαστο – σήμερα στεγάζεται με δίριχτη κεραμοσκεπή από…γαλλικά κεραμίδια! Το αρχικό κτίσμα σώζεται μόνον ως προς τους περιμετρικούς τοίχους σε μέσο ύψος 3,50 μέτρων, με διαστάσεις 3,00Χ5,97 τετραγωνικά μέτρα (δηλαδή αναλογία 1:2, όπως, κατά τον καθηγητή Δημητροκάλλη, συμβαίνει σε ναούς του 13ου και του 14ου αι.). Το κτίσμα είναι σωστά προσανατολισμένο, με μία μόνον είσοδο στη δυτική του πλευρά και ένα μικρό παράθυρο στην βόρεια. Το παράθυρο του νότιου τοίχου έχει διανοιχτεί πολύ μετά την ανέγερση του κτίσματος, σε κάποια φάση των αλλεπάλληλων ανακαινίσεών του. Στην αψίδα του Ιερού ανοίγεται επίσης μία μακρόστενη φωτοθυρίδα, ώστε να φωτίζεται ο σκοτεινός χώρος της τελετουργίας.
Εσωτερικά, ο ναΐσκος δεν εμφανίζει τα στοιχεία της μακράς του ηλικίας εξαιτίας των «ευσεβών» παρεμβάσεων τόσο στη φάτνωση της στέγης όσο και στους σοβατισμένους τοίχους. Ο εισερχόμενος κατεβαίνει δύο πέτρινα σκαλοπάτια, για να βρεθεί στο επίπεδο του ιερού χώρου, που δε δείχνει ουδέ ίχνος ζωγράφησης, επειδή είναι επανειλημμένα σοβατισμένος. Στο Ιερό Βήμα, εκτός από την αψίδα, δεξιά και αριστερά ανοίγονται δύο βαθιές και τυφλές κόγχες (η Πρόθεση και το Διακονικό). Η αγία Τράπεζα είναι χτιστή στο κάτω μέρος της.

Τεκμήρια παλαιότητας.
Εκείνο που μαρτυρεί σήμερα την βυζαντινή προέλευση του κτίσματος είναι ο εξωτερικός κεραμοπλαστικός του διάκοσμος. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν σημεία με χαλαρή αλλά διαμπερή πλινθοπερίκλειστη τεχνική δόμησης, όπου, ανάμεσα στις τετράγωνες πέτρες, εκτίθενται οριζοντίως και καθέτως πλίνθοι με κονίαμα – αυτό φαίνεται κυρίως στη βόρεια όψη, από το μέσο ύψος και πάνω, καθώς επίσης και το ανατολικό άκρο της μεσημβρινής όψης. Χαμηλά, και περισσότερο στις γωνίες του κτίσματος, χτίζονται λαξευμένοι γωνιακοί λίθοι μεγάλων διαστάσεων, ίσως δε δεύτερη χρήση.
Εκτός του πλινθοπερίκλειστου συστήματος τοιχοποιίας, ένας άλλος τρόπος διακόσμησης διακρίνεται στις δύο επιμήκεις πλευρές του μνημείου: πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία που οι ερευνητές διαφωνούν αν πρέπει να ονομάζονται «γράμματα» ή «πλίνθια τεθειμένα διαγωνίως, οριζοντίως ή καθέτως εις διαφόρους συνδυασμούς εις τους καθέτους αρμούς». Στη βόρεια πλευρά, λοιπόν, εντοπίζεται το γράμμα Κ, στη νότια το _ (=χρίσμα), και S (=σίγμα) καθώς και άλλα σχήματα από πλίνθους, που δύσκολα μπορούν να ταυτιστούν με ελληνικά γράμματα.
Με βάση αυτά τα «γράμματα», λοιπόν, καθώς και την αναλογία μήκους-πλάτους του κτίσματος, ο καθηγητής Γ. Δημητροκάλλης χρονολογεί το μνημείο τον 11ο αιώνα. Πρόκειται επομένως για ένα μνημείο σχεδόν χιλίων ετών, που είναι κρίμα να παραμένει άγνωστο, υποβαθμισμένο και εγκαταλελειμμένο στην ευσεβή έστω προθυμία των απλών ανθρώπων να το σοβατίζουν, να το ασβεστώνουν, να τσιμεντοστρώνουν γύρω κατά τρόπο άκομψο, να το στεγάζουν με όχι βυζαντινά κεραμίδια κ.λ.π.

Ανάγκη ανάδειξής του.
Κατά τη γνώμη μας, ο γύρω χώρος πρέπει να οριοθετηθεί με φυσικούς πασσάλους, να καθαριστεί από τους στερεούς ρύπους, το τσιμεντένιο προαύλιο να γίνει πέτρινο, να δημιουργηθούν ξύλινα παγκάκια, να καθαριστούν οι τοίχοι από το μεταγενέστερο κονίαμα, να γίνουν έργα στερέωσης αρμών στην ανατολική πλευρά, κ.λ.π. Αλλά, για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά, είναι ανάγκη το χιλιόχρονο μνημείο να υιοθετηθεί από το γειτονικό σχολείο και τους δημοτικούς ή πολιτιστικούς φορείς – οι οποίοι να συμμετάσχουν χορηγικά ή με αυτεπιστασία, σε συνεννόηση πάντα με ειδικούς αρχιτέκτονες και, πάνω απ’ όλα, χωρίς την απαράδεκτη και εκνευριστική καθυστέρηση της γραφειοκρατικότατα λειτουργούσας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας – η οποία, βεβαίως, δεν ευθύνεται για το «σύστημα» που διέπει τις ενέργειές της αλλά μπορεί ωστόσο να παρακάμπτει κάποιες διαδικασίες, όταν διαπιστώνει ειλικρινή την αγάπη των εντοπίων για τα μνημεία τους και, ιδίως, όταν τον ευπρεπισμό τους επιμελούνται ντόπιοι επιστήμονες έγκριτοι που μπορούν να συνεργάζονται με τις υπηρεσίες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Η λαϊκή παράδοση.
Ρώτησα τους χωρικούς της Βαλύρας τι διασώζει η λαϊκή ζωή και παράδοση για το εκκλησάκι της Παναγίας. Καταρχήν το μνημείο αυτό θα πρέπει να ήταν άλλοτε μέσα σε κοιμητήριο. Ο τόπος στα βόρεια γύρω είναι σπαρμένος με ανθρώπινα οστά, που θάφτηκαν εκεί άγνωστο πότε. Πρέπει, επίσης, ο χώρος αυτός να συνδέεται με ένα παλιό πανηγύρι της Βαλύρας, στο Μπεζεστένι, στις εκδηλώσεις του οποίου η «Παναγίτσα» θα πρέπει να είχε κάποια λατρευτική θέση. Ακόμα, παλαιότερες και νεότερες αφηγήσεις ντόπιων και γερόντων (που μας διέσωσαν τόσο ο Γιάννης Λινάρδος, δημοσιογράφος, όσο και ο Παν. Παπαγεωργίου, αγρότης μεγάλης ηλικίας) μαρτυρούν ότι το εκκλησάκι διεδραμάτισε παλαιότερα κάποιο μυστηριώδη ρόλο, που εξήψε τη φαντασία των χωρικών. Σε άλλη ευκαιρία θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένα περιστατικά / ιστορήσεις. Εδώ απλώς θα καταγράψουμε την πιο πρόσφατη χρονικά – που συνέβη πριν 60 περίπου χρόνια:
Επί τρεις νύχτες ένας Βαλυραίος ονειρευόταν πως έπρεπε να πάρει αξίνες αυτός κι άλλοι τρεις συγχωριανοί, να πάνε στο εκκλησάκι, μπροστά στην πόρτα, και να σκάψουν με σεβασμό και ευλάβεια, για να βρουν κάποια πολύτιμα πράγματα. Επειδή ο Βαλυραίος αυτός δεν είχε μεταφυσική πίστη δεν τον ενδιέφερε τίποτα το θρησκευτικό, αρχικά αδιαφόρησε. Όμως, μετά την τρίτη νύχτα, δεν άντεξε! Έπραξε όπως του υπαγόρευσε το επίμονο όνειρο. Πήρε τους συγχωριανούς του νύχτα, πήγαν στο ξωκκλήσι με αξίνες και φτυάρια κι άρχισαν να σκάβουν μπροστά από την πόρτα. Έσκαψαν, έσκαψαν κι έφτασαν πάνω σε μια μεγάλη επίπεδη πέτρα. Αγκομαχούσαν να την σηκώσουν μα ο ογκόλιθος δεν σηκωνόταν… Αγανακτισμένος ο ένας χωρικός εκστόμισε βαριά βλαστήμια κι έκανε να φύγει. Τότε συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Βουή, βρυχήθηκε η γη, ο τόπος σείστηκε, σπιθωτές φλόγες ξεπετάχτηκαν από το λάκκο και τρόμος κυρίεψε μεσ’ το εωθινό τους εργάτες. Όταν όλα σίγησαν, ο λάκκος φαινόταν σαν καμένος! Οι χωρικοί έγιναν άφαντοι. Όμως, μετά από δύο μέρες ο λάκκος είχε ξεσκεπαστεί. Σύμφωνα με την πρόσφατη παράδοση, το χωριό διηγιέται ότι κάποιοι άλλοι είχαν ανοίξει την πέτρα και βρήκαν αποκάτω πολλά πολύτιμα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και ένα ολόχρυσο φίδι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου