Κυριακή 5 Απριλίου 2020

ΤΟΠΟΛΑΛΙΕΣ. ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΠΙΤΣΑΝΗ


16 h · 
Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (16)
Πάμε πιο κάτω στο “Ρ” και επειδή είναι... κούντουρο παίρνουμε και ολίγον από το “Π” που τυγχάνει ξεγερεμένο...
Ρ
ραμολί (το) ο ηλικιωμένος άνθρωπος που τα έχει χάσει.
ραχάτι η αργία, η ξάπλα, με την ησυχία μου (με το ραχάτι μου).
ρεγάλο (το) το φιλοδώρημα.
ρέγουλα (η) ο ρυθμός, το μέτρο.
ρέμα (το) μικρό ποτάμι.
ρέμπελος αυτός που ζει χωρίς να ασχολείται με κάτι, αυτός που περιφέρεται άσκοπα και τεμπελεύει.
ρεμπεσκές ο τεμπέλης, ο αχαΐρευτος.
ρεντίκολο ο καταγέλαστος άνθρωπος.

ρέντος (ο) το ράντισμα του αμπελιού.
ρεπετσέλα (η) το καχεκτικό ζώο, μεταφορικά ο ζαρωμένος άνθρωπος.
ρεύω αδυνατίζω, εξαντλούμαι, εξαντλώ κάποιον.
ρέχτης (ο) το σημείο που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδια.
ρημαδιό τα ερείπια.
ριζάφτι (το) η ρίζα του αφτιού.
ριζικό (το) η μοίρα.
ροβολάω κατηφορίζω.
ρόγα (η) η θηλή, η τροφή, μεταφορικά ο μισθός.
ρόγιασα βρήκα ένα σημείο για να ζήσω.
ρογός (ο) ο αχυρώνας.
ροΐ (το) το λαδικό.
ρόιδο (το) το ρόδι.
ρούγα (η) η γειτονιά.
ρουμάνι έκταση (συνήθως δασώδης) με πυκνή βλάστηση
ρούντζα (η) ο θυμός, η κατήφεια, το μούτρωμα.
ρουπώνω γεμίζουν οι πόροι με υγρό, μεταφορικά χορταίνω.
ρουτζώνω θυμώνω, ρίχνω μούρη.
ρούσος (ο) άνθρωπος με κοκκινωπά μαλλιά ή ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα.
Σ
σάβανο (το) το ύφασμα που τυλίγουν το νεκρό.
σαβουρώνω μαζεύω, κλέβω, τρώω πολύ.
σαγάνι (το) το πιάτο.
σαγιάζουμαι φοράω βαριά ρούχα.
σαϊκώνω δένω γερά.
σάισμα (το) υφαντό στρώμα από τραγόμαλλο.
σαμάρι ξύλινο κατασκεύασμα για την πλάτη ζώων που μεταφέρουν ανθρώπους και αντικείμενα.
σαρακατράβαλος (ο) ο κουτσός, ειρωνικός χαρακτηρισμός για τον ανάπηρο άνθρωπο.
σακούλι (το) μικρός μάλλινος σάκος για πολλές χρήσεις.
σαλαγάου απομακρύνω με φωνές.
σαλαμούρα (η) η άρμη.
σάματι μήπως.
σαμαροπαΐδα (η) η ξύλινη σανίδα στα πλαϊνά του σαμαριού, μεταφορικά η αδύνατη γυναίκα.
σαράβαλο (το) το παλιό, το διαλυμένο.
σαρίδι (το) το σκουπίδι, μεταφορικά ο ανυπόληπτος άνθρωπος.
σάρωμα (το) το σκούπισμα, η χειροποίητη σκούπα.
σαρωματίνα (η) η πρόχειρη σκούπα, συνήθως από αφάνα.
σάψαλο (το) το ετοιμόρροπο, μεταφορικά το σακατεμένο, ο εξασθενημένος άνθρωπος.
σβάρνα (η) το εργαλείο με το οποίο στρώνουν το οργωμένο χωράφι.
σβε(ι)λάδα (η) η τρέλα.
σβερκώνω πιάνω από το σβέρκο και εξουδετερώνω κάποιον.
σβουνιά (Η) ξερή κοπριά ζώου, κυρίως μοσχαριών.
σγαρλάου ανακατεύω ελαφρά το χώμα.
σγόρτσα (η) η βρώμα που καλύπτει κυρίως τα σημεία των κλειδώσεων του σώματος αλλά και το σβέρκο.
σγούμπα (η) η καμπούρα.
σγουριά (η) η σκουριά.
σγούφτω σκύβω.
σγρουμπούλι (το) το λίπωμα, το συσσωματωμένο αλεύρι που δεν έχει διαλυθεί στο νερό, μικρός όγκος σε σούπα.
σεβντάς (ο) το ερωτικό πάθος.
σειριά (η) το σόι, η οικογένεια με την έννοια του "δέντρου"
σεκλέτι (το) η στεναχώρια.
σέκος ξερός, αναίσθητος, εμβρόντητος.
σέλα (η) το κάθισμα στη ράχη του αλόγου.
σελέμης (ο) ο λαίμαργος, αυτός που θα θέλει όλα και επιχειρεί να τα αποκτήσει με κάθε τρόπο.
σεληνιασμός η επιληψία.
σέμπρος (ο) ο συνεταίρος κυρίως στις γεωργικές εργασίες.
σεντούκι (το) μπαούλο όπου φυλάσσονται πολύτιμα αντικείμενα, κοσμήματα ή χρήματα.
σεργιάνι (το) ο περίπατος.
σεργούνι ο εξευτελισμός.
σερνικό (το) το αρσενικό.
σερνικοβότανο (το) βότανο που παίρνουν τους σπόρους του και τους βράζουν για να το πιει αυτή που θέλει να κάνει αρσενικά παιδιά
σημείο (το) κάτι το σημαδιακό που είναι παράξενο ή αφύσικο.
σιαδώ/σιακεί προς τα εδώ ή από εδώ/προς τα κάτω ή από εκεί
σιάξε τακτοποίησε.
σιαπάν’ προς τα επάνω
σιαπέρα προς τα πέρα.
σιγουρεύω κρύβω.
σιδεροστιά (η) μεταλλικός τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν μαγειρικά σκεύη ή το καζάνι και από κάτω έβαζαν φωτιά για να βράσει.
σιλαρώνω ηρεμώ, εξημερώνω όταν πρόκειται για κάτι το άγριο.
σιμαμίδι (το) μικρή οικιακή σαύρα.
σιμπάω ανακατεύω ξύλα και κάρβουνα για να δυναμώσω τη φωτιά.
σιουράω σφυρίζω.
σιούτα η γίδα χωρίς κέρατα.
σκάλος (ο) το σκάλισμα.
σκαλούνι (το) το σκαλοπάτι.
σκάλτσα (η) η κάλτσα
σκαμπίλι (το) το χτύπημα με την παλάμη στο μάγουλο.
σκαπετάου τρέχοντας απομακρύνομαι γρήγορα.
σκαπουλάρω διαφεύγω τον κίνδυνο.
σκαρίζω εμφανίζομαι.
σκατοψύχια (τα) οι κατάρες ή τα αναθέματα κατά ανθρώπων που δεν ζουν.
σκατόψυχος (ο) ο κολασμένος.
σκαρφίζουμαι επινοώ.
σκασίλα (η) η στεναχώρια σαρκαστικά.
σκαφίδι (το) η σκάφη στην οποία αναπιάνεται και ζυμώνεται το ψωμί.
σκερβελές (ο) ο ανεπρόκοπος άνθρωπος.
σκιάζουμαι τρομάζω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου