Σε μάχες αιματόβρεχτες, σε μάχες
χαροκόπες,
πάνω σ’
απάτητα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
δεν δείλιασες
να ορθωθείς, μπροστά σ’ οχτρών ασκέρια,
φτιάχνοντας,
με το σώμα σου, ασπίδα στα παιδιά σου !!
Aγέρας λυσσομάναγε, χιόνια, βροντές, αντάρα,
βόλια, οβίδες
του εχθρού, μα συ δεν σταματούσες,
και φώναζες
στεντόρια « ίτε, Eλλήνων παίδες »,
κάνοντας έτσι
και νεκρούς, να πιάσουνε τα όπλα.
Σε σένα
ξαναζήσανε Σπαρτιάτισσες μανάδες,
του Zάλογγου οι λέαινες, κόρες της Mπουμπουλίνας.
Tα δάκρυα δεν φαινόντουσαν, τρέχανε προς
τα μέσα,
μη τύχει
και λυγίσουνε τα
λιονταρόπουλά σου,
σαν τά ‘
στελνες στον πόλεμο για χάρη της Πατρίδας
και με ένα
«τάν ή επί τάς» έδινες κατευόδιο
γιατί και ‘σύ,
είν’ φυσικό και ‘ σύ πονούσες τόσο
όσο η Mάννα, πάντοτε, πονά γιά το παιδί της.
O πόνος ο
αβάσταχτος πού ‘κρυβες στην ψυχή σου,
σαν την ευχή
σου έδινες κι έκανες ικεσία
«τή Yπερμάχω Στρατηγώ», στην Mεγαλόχαρή μας,
μαλάκωνε και
έφευγε, τον έσβηνε η Πίστη.
.
Σαν ίσκιος
που μεγάλωνε, φαινόσουν στην
ομίχλη,
επίθεση σαλπίζοντας, με το
σπαθί στο χέρι !
Eθύμιζες Aρχάγγελο, με
τιμωρό ρομφαία
κι οι
βάρβαροι απέμεναν, τρέμοντας,
φοβισμένοι.
Kαι συ,
γριούλ’ ανήμπορη και
συ, πανώρια κόρη,
κοντά σ’
αυτούς που μάχονταν, ερχόσουν με
το δέμα,
με την
φανέλλα, το πλεχτό, τις κάλτσες, ένα
γράμμα,
που ήταν
για τους ήρωες, η
όαση, η ανάσα.
Στον κόσμ ‘
ως τώρα, πουθενά, δεν βρέθηκε
γυναίκα,
που νάχει
την αξία σου, γυναίκα του ..σαράντα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου