Στην Ελλάδα επί δεκαετίες επικρίνονται οι επικεφαλής της Επανάστασης για την απόφασή τους να ζητήσουν από το εξωτερικά δανειακά κεφάλαια «με ληστρικούς όρους», προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες του πολέμου της ανεξαρτησίας.
Πρόκειται για κριτικές που στηρίζονται στην εσφαλμένη αντίληψη της οικονομικής και επαναστατικής πραγματικότητας εκείνη της εποχής. Στην πραγματικότητα πέντε χρόνια πριν από την επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η χώρα μας έγινε αποδεκτή ως νομική οντότητα από τους διεθνείς κεφαλαιούχους της αγοράς του Λονδίνου. Οι ξένοι ομολογιούχοι «πόνταραν» στην επιτυχία της Επανάστασης, και ταυτόχρονα δέσμευσαν την κυβέρνηση της Αγγλίας να υποστηρίξει την ανεξαρτησία της χώρας με διπλωματικά και, τελικά, με στρατιωτικά μέσα (Ναυμαχία του Ναυαρίνου).
Δημοσιονομικό έλλειμμα
Η απόφαση για άντληση κεφαλαίων μέσω της έκδοσης ομολογιακού δανείου στην αγορά του Λονδίνου ελήφθη σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο.
Παρά την υποχώρηση των Οθωμανών, η οικονομία είχε αποδιαρθρωθεί με συνέπεια η επαναστατική κυβέρνηση να βρεθεί, στο πρώτο εξάμηνο του 1823, μπροστά σε ένα τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα που δεν μπορούσε να καλυφθεί. Οι δασμοί είχαν μειωθεί σημαντικά, ενώ δεν είχαν καλυφθεί δύο αναγκαστικά (εσωτερικά) δάνεια υπέρ της επαναστατικής κυβερνήσεως.
Επιπρόσθετα, τα τεράστια κέρδη που απέφερε άλλοτε η ελληνική ναυτιλία, μετά το τέλος των Ναπολεόντιων πολέμων είχαν εξανεμισθεί.
Τον Ιούνιο του 1823 μεγάλος τουρκικός στρατός εισέβαλε στην ανατολική Στερεά και ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλη πέτυχε σημαντικές νίκες στην ευρύτερη περιοχή της Λιβαδειάς. Επιπλέον, τον Μάρτιο του 1824 ο σουλτάνος έπεισε τον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου να αναλάβει εκστρατεία και να καταστείλει την ελληνική Επανάσταση. Μέσα σε λίγους μήνες η «ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων» άλλαξε υπέρ των Οθωμανών, ενώ οι Έλληνες έχουν εμπλακεί σε έναν μεγάλο εμφύλιο πόλεμο.
Εκείνον, όμως, τον καιρό καταγράφηκε μια τεράστια «οικονομική νίκη» των Ελλήνων: στις 9 Φεβρουαρίου υπογράφηκε στο Λονδίνο συμφωνητικό ανάμεσα σε Άγγλους κεφαλαιούχους και τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης Ορλάνδο και Λουριώτη για τη σύναψη δανείου ύψους 800.000 λιρών. Λίγο αργότερα θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες και για την έκδοση δεύτερου ομολογιακού δανείου.
Τα Πολεμικά δάνεια Άγγλων και Γάλλων
Από τον Απρίλιο του 1823 τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στην επαναστατημένη Ελλάδα. Δεν υπήρχαν χρήματα στο δημόσιο ταμείο, ενώ σε λίγο θα ξεσπούσε εμφύλιος μεταξύ των Ελλήνων με οδυνηρά αποτελέσματα.
Η αναζήτηση διεθνούς δανείου ήταν στην πραγματικότητα η μόνη ορθή λύση από πολιτικής και οικονομικής πλευράς. Στην πραγματικότητα οι επαναστατημένοι Έλληνες υιοθέτησαν τις εμπειρίες των Άγγλων που είχαν ειδικευθεί μετά από έναν περίπου αιώνα στις εκδόσεις δανείων για τη χρηματοδότηση πολέμων. Η χρηματοδότηση των πολέμων της Αγγλίας εναντίον της Γαλλίας έγινε με την αύξηση του δημόσιου χρέους και όχι με φορολογίες.
Σε καιρούς πολέμου, όταν καταστρέφονταν οι οικονομίες, ήταν αδύνατον να καλυφθούν οι δαπάνες με αύξηση των φόρων. Κεφαλαιούχοι κάλυπταν τα «κενά των δημοσίων ταμείων», αγοράζοντας ομολογίες με μεγάλες εκπτώσεις κατά την έκδοση («τιμή υπό το άρτιον») και απολάμβαναν τόκους με υψηλά επιτόκια.
Ήδη από τον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1702 -1712) οι Άγγλοι εξέδωσαν δάνεια για τη χρηματοδότηση του πολέμου με επιτόκια 8% έως10%. Όμως, για να προσελκύσουν κεφαλαιούχους έπρεπε να πραγματοποιούν μεγάλες εκπτώσεις επί των τιμών των εκδιδομένων ομολογιών και να κάνουν λαχειοφόρες αγορές προκειμένου οι ομολογίες να γίνουν ακόμη πιο ελκυστικές.
Μετά το 1750 οι αγγλικές κυβερνήσεις εξέδιδαν ομολογιακά δάνεια για να χρηματοδοτήσουν τους πολέμους της Αυτοκρατορίας. Τα δάνεια που εκδίδονταν για την άντληση κεφαλαίων ήταν σημαντικά κάτω από την ονομαστική τιμή των ομολογιών, με τις τιμές έκδοσης να φθάνουν έως και το 40% των ονομαστικών τιμών. Δηλαδή ο ομολογιούχος για μια ομολογία με ονομαστική τιμή 100 στερλίνες κατέβαλε περίπου 60 στερλίνες, ενώ κατά την εξόφληση της ομολογίας στην ημερομηνία λήξης θα εισέπραττε από το κράτος 100 στερλίνες. Αυτή η διαφορά των 40 στερλινών ήταν η «αμοιβή» του ομολογιούχου για τον κίνδυνο που είχε αναλάβει αν δεν πληρωνόταν ολόκληρο το κεφάλαιο που είχε συμφωνηθεί με την κυβέρνηση που είχε εκδώσει τις ομολογίες.
Οι εμπειρίες των Άγγλων έδειξαν ότι τα επιτόκια ανέβαιναν μόνο σε περιόδους πολέμου και για τα λίγα χρόνια που διαρκούσε ο πόλεμος. Αντίθετα, στις περιόδους ειρήνης –που είχαν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια– τα επιτόκια υποχωρούσαν και έδιναν τη δυνατότητα στο κράτος να βρίσκει τρόπους για την αποπληρωμή των ομολογιών που είχαν εκδοθεί.
Εντούτοις, μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους δεν εκδίδονταν πλέον δάνεια για πολεμικούς σκοπούς και οι «ραντιέρηδες» ασφυκτιούσαν να μπουν σε εκδόσεις ομολογιακών δανείων με μεγάλες εκπτώσεις κάτω της ονομαστικής τιμής.
Η αγγλική κεφαλαιαγορά το 1820
Το 1819 το δημόσιο χρέος της Αγγλίας ως προς το ΑΕΠ ήταν στο 260%. Αλλά στην πραγματικότητα οι αγγλικές κυβερνήσεις είχαν πάρει δάνεια σε μετρητά που αντιστοιχούσαν στο 170% του ΑΕΠ το 1819 (σχεδόν όσο ήταν και το 1945, μετά το τέλος του Α’ ΠΠ).
Μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους η «δίψα για πλούτο των ραντιέρηδων» τους έκανε να στραφούν σε ομολογιακά δάνεια χωρών της Νότιας Αμερικής, για τη χρηματοδότηση μεγάλων φυτειών, βιομηχανικών εργοστασίων, ανθρακωρυχείων, χρυσωρυχείων κλπ. Τα «ομολογιακά προϊόντα» της αγοράς του Λονδίνου εμπλουτίσθηκαν με ομολογίες ιδιωτών για να σμικρυνθεί αισθητά το μερίδιο των ομολογιών του αγγλικού κράτους.
Στην περίοδο 1820 – 1825 η κεφαλαιαγορά του Λονδίνου είχε τεράστια άνθιση και ήταν πόλος προσέλκυσης για εκδόσεις ομολογιών που ήταν κυρίως για εκροές επενδυτικών κεφαλαίων στη Λατινική Αμερική. Ωστόσο, η ύπαρξη υπεύθυνης ενημέρωσης για τις επενδυτικές τοποθετήσεις που έκαναν οι ομολογιούχοι, εξαιτίας ενός οικονομικού σκανδάλου, οδήγησαν σε μεγάλο πανικό και στην προσωρινή κατάρρευση της ομολογιακής αγοράς του το 1825.
Η επιτυχία των ομολογιακών δανείων της Επανάστασης
Την περίοδο που η επαναστατική κυβέρνηση και οι εκπρόσωποί της αποφάσισαν να προχωρήσουν στην έκδοση του πρώτου διεθνούς ομολογιακού δανείου επικρατούσε «μεγάλη ευφορία» στην κεφαλαιαγορά του Λονδίνου.
Υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ εκδοτών νέων ομολογιακών δανείων, οι οποίοι «υπόσχονταν τα πάντα» στους υποψήφιους επενδυτές. Ήταν η περίοδος κατά την οποία «ανθούσε» η ομολογιακή αγορά του Λονδίνου στις παραμονές της Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά και της μεγάλης διεθνοποίησης της αγοράς του Λονδίνου. Στην περίοδο 1821 – 1825 εκδόθηκαν διεθνή ομολογιακά δάνεια ύψους 43 εκατομμύρια στερλινών, από τα οποία τα 37 εκατομμύρια αφορούσαν χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η στροφή στις ξένες ομολογίες οφειλόταν στο γεγονός ότι οι αγγλικές ομολογίες προσέφεραν κατά πολύ χαμηλότερες αποδόσεις για τους κατόχους ομολογιών. Είναι προφανές ότι οι Άγγλοι επενδυτές είχαν «εθισθεί» για τοποθετήσεις κεφαλαίων σε χώρες υψηλού επενδυτικού κινδύνου.
Τα ελληνικά ομολογιακά δάνεια –με όρους αγοράς– είχαν δύο σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα:
- Διέθεταν ως «εγγυήσεις των επενδυτών» τις εθνικές γαίες, μεγάλες γεωργικές εκτάσεις που είχαν αφαιρεθεί από τους Οθωμανούς.
- Το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος των δανείων θα πήγαινε απευθείας για ναυπήγηση και αγορά πολεμικών πλοίων. Αυτό σήμαινε ότι όσοι θα εξασφάλιζαν την παραγγελία θα έπαιρναν «ζεστό χρήμα».
Το Αγγλικό κράτος από την πλευρά του αναλάμβανε έμμεσα την ευθύνη έναντι των ομολογιούχων ότι θα αποπληρώνονταν κανονικά από το Ελληνικό κράτος, το οποίο, όμως, δεν ήταν επίσημα αναγνωρισμένο. Επιπλέον, η Αγγλία αναλάμβανε ευθύνες έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού μέσω της αγοράς του Λονδίνου χρηματοδοτούνταν οι επαναστατημένοι Έλληνες.
Η απορρόφηση και των δύο ομολογιακών δανείων που εξέδωσε η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση σίγουρα συνδέεται με τα υψηλά κέρδη που προσδοκούσαν οι ιδιώτες επενδυτές.
Ευτυχώς και οι δύο ομολογιακές εκδόσεις αντλήθηκαν με επιτυχία πριν από το μεγάλο σκάνδαλο του 1825 που προκάλεσε την πτώχευση πολλών τραπεζών και έθεσε σε μεγάλο κίνδυνο την Τράπεζα της Αγγλίας.
Οι όροι έκδοσης των δανείων
Μια πληθώρα από «εύκολους επικριτές» για τα δύο διεθνή ομολογιακά δάνεια θεωρούν ότι αυτά ήταν... «ληστρικά δάνεια». Άλλοι «ιστορικοί» φθάνουν στο σημείο είτε να διαβλέπουν «κίνητρα για εξάρτηση» της Ελλάδας στο «άρμα των Άγγλων» είτε την απαρχή για τη μετατροπή της χώρας σε «αποικία χρέους»! Πρόκειται για «φαντασιώσεις» που δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορική οικονομική πραγματικότητα και τις δυνάμεις των αγορών σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Με σημερινούς όρους των ομολογιακών αγορών, οι ομολογίες της επαναστατικής περιόδου περιείχαν τους εξής κινδύνους:
- Κίνδυνος Χώρας (Country Risk). Η Ελλάδα βρισκόταν σε έναν αμφίρροπο πόλεμο για την ανεξαρτησία της, αντιμέτωπη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της εποχής (τουλάχιστον με γεωγραφικά κριτήρια). Οι υποψήφιοι ομολογιούχοι που θα σκέπτονταν να αγοράσουν ομολογίες, κατά την έκδοση έπρεπε να σταθμίσουν τους μεγάλους κινδύνους να μην πληρωθούν ποτέ για τα κεφάλαιά τους στην περίπτωση που χανόταν πλήρως η Επανάσταση.
- Νομικός Κίνδυνο (Legal Risk). Σε περίπτωση αποτυχίας της Επανάστασης και μη διεθνούς αναγνώρισης της Ελλάδας, οι ομολογιούχοι δε θα μπορούσαν να προσφύγουν σε κανένα απολύτως δικαστήριο, οθωμανικό ή άλλο.
Σε ότι αφορά στις «μεγάλες εκπτώσεις» που περιλαμβάνονταν στις ονομαστικές τιμές των μετοχών σε σχέση με τις καταβληθείσες τιμές ανά ομολογία (τιμές «υπό το άρτιο»), οι ελληνικές ομολογίες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις «εκπτώσεις» για εκδοθείσες από τις κυβερνήσεις της Αγγλίας ομολογίες για πολεμικά δάνεια.
Το πρώτο ομολογιακό δάνειο συνήφθη το 1824 ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών εξοφλητέο σε 36 χρόνια, με καθαρό προϊόν έκδοσης 472.000 λίρες ήτοι με τιμή έκδοσης 59% επί της ονομαστικής αξίας των ομολογιών και με επιτόκιο 5% και 1% απόσβεση επί της ονομαστικής αξίας, ενώ ανάδοχοι της έκδοσης (underwriters) ήταν οι Loughnan & Sons and Ο’Brien.
Το δεύτερο ομολογιακό δάνειο συνήφθη το 1825, επίσης εξοφλητέο σε 36 χρόνια, ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών με προϊόν δανείου 1.100.000 λιρών ή 55,5% επί της ονομαστικής αξίας και με επιτόκιο 5% και 1% απόσβεση επί της ονομαστικής αξίας, ενώ ανάδοχοι ήταν οι Ricardo Brothers. Από το δεύτερο δάνειο διετέθη το ποσό των 250.000 λιρών για τη χρηματοδότηση του πρώτου δανείου, ώστε να υποστηριχθεί η αγοραία αξία του στη δευτερογενή αγορά.
Μετά την έκδοση των ομολογιών των δύο δανείων αυτά εμφάνιζαν αποδόσεις (yields) κατά πολύ μεγαλύτερες από τα ονομαστικά επιτόκια που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών. Βεβαίως, η Ελλάδα ως δανείστρια χώρα όφειλε να καταβάλει ως τόκους το 5% επί της αξίας του ονομαστικού κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα όμως οι τόκοι ήταν πολύ υψηλότεροι έναντι των συμφωνηθέντων επιτοκίων, αφού κεφάλαια που αντλήθηκαν ήταν κατά πολύ χαμηλότερα της ονομαστικής αξίας των δύο ομολογιακών δανείων.
Μπορούμε να φαντασθούμε τις ακραίες διακυμάνσεις των αγοραίων τιμών των ομολογιών στη δευτερογενή αγορά του Λονδίνου ανάλογα με την πορεία των μαχών των Ελλήνων με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, τη διεξαγωγή της ναυμαχίας του Ναυαρίνου και την επιβολή όρων παύσης του πολέμου στο σουλτάνο από τις Προστάτιδες Δυνάμεις.
Αποκατάσταση πρωτοφανούς ιστορικής στρέβλωσης
Με βάση αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία, πιστεύουμε ότι χρειάζεται να γίνει αποκατάσταση όλων εκείνων των Ελλήνων που μέσα σε χρόνους επαναστατικούς και αβέβαιους πήραν τη μεγάλη απόφαση για την έκδοση των δύο ομολογιακών δανείων του 1824 και 1825. Όλοι όσοι πήραν τη σχετική απόφαση και οργάνωσαν πλήρως τις διαδικασίες έκδοσης και είσπραξης του προϊόντος των δύο δανείων επιτέλεσαν πολύ σημαντικό εθνικό καθήκον.
Ακόμη περισσότερο:
- Η επαναστατημένη Ελλάδα, χωρίς να έχει καμία διεθνή νομική αναγνώριση, κατάφερε και εξασφάλισε κεφάλαια από δύο πολεμικά ομολογιακά δάνεια για να χρησιμοποιηθούν υπέρ του αγώνα και της ανεξαρτησίας.
- Είναι μία από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που χρησιμοποιεί οργανωμένη κεφαλαιαγορά για να χρηματοδοτήσει εθνικές ανάγκες.
- Τηρουμένων των αναλογιών η επαναστατημένη Ελλάδα πέτυχε όρους έκδοσης δανείων ανάλογους με αυτούς που πέτυχαν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας για πολεμικά δάνεια και μάλιστα μέσω της ίδιας αγοράς.
- Η σύναψη δύο ομολογιακών δανείων για πολεμικούς σκοπούς –ευθέως στρεφόμενους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας– και το προϊόν των δανείων (πολεμικά πλοία, πολεμοφόδια, χρήματα κλπ.) συνιστούν τεράστια διπλωματική και οικονομική επιτυχία σε όφελος του Ελληνικού έθνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου