Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Ο Ρόλος Της Επιχειρηματικής Τάξης Στην Οργάνωση Της Επανάστασης Του 1821 - Ομιλία του Δρ Οικονομολόγου Κίμωνα Στεριώτη


 Τετάρτη, 1 Ιουλίου 2020

Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ως έθνος ανατρέχουμε 200 χρόνια πίσω και αναζητούμε τα αίτια που προκάλεσαν την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 και οδήγησαν στην ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1830. Προσπαθούμε να διδαχθούμε από τα οράματα και τις εμπειρίες των προγόνων μας, προκειμένου να χαράξουμε το μέλλον μας για τις επόμενες δεκαετίες.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που επέδρασσαν στην επιτυχημένη έκβαση της Επανάστασης. Το ΜΑΝΙΑΤΑΚΕΙΟΝ ΙΔΡΥΜΑ επέλεξε να σταθεί σε έναν κρίσιμο, καθοριστικό παράγοντα που συνέβαλε στη δημιουργία του πρώτου χριστιανικού κράτους και ανέτρεψε –για πρώτη φορά μετά από αιώνες δουλείας– την πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία: την ελληνική επιχειρηματικότητα και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην Επανάσταση και τη συνακόλουθη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Η Επανάσταση προετοιμάσθηκε και οργανώθηκε, ιδεολογικά και υλικά, από την ελληνική επιχειρηματική τάξη που είχε αναπτυχθεί στη διάρκεια του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο 18ος αιώνας σηματοδοτεί την έναρξη και τη διαρκή επέκταση της επιχειρηματικότητας στον ελλαδικό χώρο. Είναι η επιχειρηματική αναγέννηση. Είναι η εποχή της αναζήτησης μεθόδων βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, προώθησης των πωλήσεων, εισαγωγής και εφαρμογής σύνθετων διαδικασιών παραγωγής, μεγαλύτερου καταμερισμού εργασίας  κλπ.
Η αστική τάξη -που γεννήθηκε μέσα από το διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία και δευτερευόντως μέσω της μεταποιητικής δραστηριότητας– ήταν η «ηγέτιδα δύναμη» της τότε τουρκοκρατούμενης Ελλάδας που, μαζί με τους ιεράρχες, τους κληρικούς και τους οπλαρχηγούς, συνένωσε τους ακτήμονες και φτωχούς αγρότες για τη διεξαγωγή ενός αιματηρού πολέμου, ώστε να δημιουργηθεί το διεθνώς αναγνωρισμένο Ελληνικό κράτος.
Ποιοι ήταν όμως οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία της ελληνικής αστικής τάξης;
Καθοριστικές ήταν οι μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις στην Ευρώπη τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι πόλεμοι Αυστρίας, Ρωσίας και Γαλλίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν δύο στρατηγικούς στόχους:
  • Το άνοιγμα θαλάσσιων δρόμων και την εξασφάλιση ελεύθερης ναυσιπλοΐας μεταξύ Αδριατικής, Μεσογείου Θάλασσας, Αιγαίου και Κασπίας Θάλασσας.
  • Την ελεύθερη ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ Κεντρικής Ευρώπης και της κατεχόμενης από τους Οθωμανούς Βαλκανικής, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Έτσι θα ήταν εφικτό να ανοίξουν εμπορικοί δρόμοι που θα ξεκινούν από την Ευρώπη και θα καταλήγουν στις ακτές της Ασίας.
Στην πράξη έχουμε εμπορικούς πολέμους από τις ευρωπαϊκές χώρες που χρειάζονται «ανοικτούς δρόμους και θάλασσες» για να αναπτύξουν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές τους, προκειμένου να εισάγουν πρώτες ύλες που χρειάζονται οι αναδυόμενες βιομηχανικές επιχειρήσεις της Ευρώπης.
Μετά τους νικηφόρους πολέμους σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Συνθήκες του Κάρλοβιτς (26 Ιανουαρίου 1699) και του Πασάροβιτς (21 Ιουλίου 1717), που υπέγραψαν οι Αψβούργοι, και του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (21 Ιουλίου 1774), που υπέγραψαν οι Ρώσσοι, δημιουργούνται «επιχειρηματικές ευκαιρίες και προκλήσεις» που θα εκμεταλλευθούν κυρίως οι Έλληνες. Συγκεκριμένα:
Οι Συνθήκες Οθωμανών και Αψβούργων δημιουργούν μια τεράστια ενιαία αγορά μεταξύ Αψβουργιανής και Οθωμανικής οικονομίας με ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων χωρίς δασμολογικούς φραγμούς και «διακρίσεις λόγω θρησκεύματος» των εμπόρων.
  • Οι Έλληνες διακρίνονται και πρωτεύουν στο διακρατικό εμπόριο, καθώς είναι μακράν πρώτοι σε αριθμό μεταξύ των Χριστιανών και των Εβραίων εμπόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που περνούν τα αυστριακά σύνορα.
  • Είναι «επιθετικοί», καθώς εμπορεύονται από σπίτι σε σπίτι στην Αψβουργιανή αυτοκρατορία, σε αντίθεση με τους Αυστριακούς που περιορίζονται στο εμπόριο μέσω των καταστημάτων τους και απευθύνονται σε ένα μικρό κύκλο τοπικών πελατών.
  • Επιπλέον, οι Έλληνες δημιουργούν οικογενειακούς εμπορικούς οίκους και ανώνυμες εταιρείες, προκειμένου να καλύπτουν μεγάλους όγκους πωλήσεων και πολλούς πελάτες. Έτσι, ελαχιστοποιούν τους κινδύνους αγοράς από πωλήσεις σε τοπικό επίπεδο.
Οι Συνθήκες των Αψβούργων και των Ρώσσων με τους Οθωμανούς διευκολύνουν την κινητικότητα των Ελλήνων και την εγκατάστασή τους σε πόλεις της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, σε παραδουνάβιες περιοχές και σε πόλεις της Ρωσίας.
Η ανάπτυξη του παροικιακού Ελληνισμού έχει πολλαπλά θετικές επιπτώσεις:
  • Οι Έλληνες της διασποράς, καθώς δε διαθέτουν ιδιόκτητες αγροτικές εκτάσεις, δραστηριοποιούνται στο εμπόριο, την τυπογραφία κλπ., τομείς που ενέχουν επιχειρηματικό ρίσκο, αλλά που βρίσκονται σε άνθιση, λόγω της γενικότερης ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
  • Πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες έμποροι και πλοιοκτήτες θα συνδεθούν με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και θα εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά συμφέροντά τους, με μακροπρόθεσμο όφελος για την κυοφορούμενη ελληνική Επανάσταση.
  • Αρκετοί Έλληνες διακρίνονται για τη γλωσσομάθεια και τις ικανότητές τους, και κατακτούν κορυφαίες θέσεις στη διοικητική και στρατιωτική πυραμίδα της Ρωσίας ή στο διπλωματικό σώμα της Υψηλής Πύλης.
  • Έλληνες αποκτούν κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις σε παραδουνάβιες χώρες, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του παροικιακού Ελληνισμού και της επιχειρηματικότητας.
Ιδιαίτερα η Ρωσία ακολούθησε μια πολιτική προσέλκυσης των Ελλήνων σε παράκτιες περιοχές της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας, προκειμένου να αποκτήσουν ισχυρούς πόλους ανάπτυξης ναυτιλιακών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, η Ρωσία προσείλκυσε διακεκριμένους Έλληνες στους οποίους ανέθεσε κορυφαίες θέσεις, με σκοπό να αποκτήσει ισχυρούς και σύγχρονους κρατικούς μηχανισμούς (Ιωάννης Καποδίστριας υπουργός Εξωτερικών, ναύαρχος Ιβάν Φεντοσέγεβιτς Μπότσης, ιδρυτής του στόλου της Βαλτικής επί Μεγάλου Πέτρου κλπ.).
Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή έδωσε μια μοναδικά μεγάλη ώθηση για τη δημιουργία ενός πολύ ισχυρού ναυτιλιακού κλάδου στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα:
  • Με τη Συνθήκη κατοχυρώθηκε το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας και ναυπήγησης πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος με τη χορήγηση σχετικής άδειας απευθείας από τις ρωσικές αρχές. Έτσι, αλλάζουν πλήρως τα δεδομένα τόσο σε αρκετά νησιά όσο και σε παράκτιες περιοχές. Δημιουργούνται «συνθήκες οικονομικής ασφάλειας» για την εγγυημένη από τους Ρώσους ανάπτυξη και ελεύθερη ναυσιπλοΐα της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.
  • Για πρώτη φορά δημιουργούνται τόσες πολλές «ευκαιρίες» για ανάπτυξη κερδοφόρων δραστηριοτήτων από την Αδριατική και την Ανατολική Μεσόγειο έως τη Μαύρη και την Αζοφική Θάλασσα.
Εξάλλου και οι Οθωμανοί –που δε διαθέτουν ναυτικές εμπειρίες και εμπορικές ικανότητες– διευκολύνουν τους Έλληνες να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως το θαλάσσιο και χερσαίο εμπόριο.
Ποιες ήταν οι συνέπειες για τους Έλληνες από όλες αυτές τις μεγάλες αλλαγές σε οικονομικό επίπεδο;
  • Μια πρωτοφανής ανάπτυξη του Τομέα των Υπηρεσιών (εμπόριο, θαλάσσιες μεταφορές) λόγω της κατακόρυφης ανόδου των ναυπηγήσεων και της δραστηριοποίησης εκατοντάδων πλοίων ελληνικής ιδιοκτησίας. Στα τρία νησιά με τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές δραστηριότητες (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) πρόξενοι της Γαλλίας υπολογίζουν μέσα σε λίγα χρόνια πάνω από 400 ναυπηγήσεις νέων πλοίων. Άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν ότι, σε περίπου άλλες 40 πόλεις και νησιά η δύναμη του εμπορικού στόλου είναι σχεδόν τριπλάσια από αυτήν των τριών ανωτέρω νησιών.
  • Οι Έλληνες κυριαρχούν στα λιμάνια της Αδριατικής, της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας με μικρά και μεσαίου μεγέθους σκάφη. Δεν είναι μόνον τα έσοδα από τις θαλάσσιες μεταφορές αλλά και αυτά που προέρχονται από τις απευθείας πωλήσεις πάνω στα ελληνόκτητα σκάφη προς τους πελάτες που προτιμούν να αποφύγουν τα περιθώρια κέρδους των αλλοδαπών χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων.
  • Η ναυπηγική αναπτύσσεται με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς, συμβάλλοντας στη δημιουργία πολλών νέων θέσεων απασχόλησης στους ιδιωτικούς ταρσανάδες. Οι τεχνίτες είναι Έλληνες εξειδικευμένοι με μεγάλη εμπειρία και παράδοση από την απασχόλησή τους σε ναυπηγεία των Οθωμανών και των Βενετών.
  • Οι κατασκευές ελληνόκτητων σκαφών επιτρέπουν την ανάπτυξη εργασιών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας για την υλοτόμηση και μεταφορά ναυπηγικής ξυλείας, κατασκευή ιστίων κλπ.
  • Ο μεγάλος αριθμός ιδιωτικών ναυπηγείων προκαλεί ισχυρό ανταγωνισμό, που συμβάλλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εμπορικών σκαφών, στην καταβολή υψηλότερων αποδοχών για τους καλύτερους τεχνίτες κλπ.
  • Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και η αποδιάρθρωση της οικονομίας της Γαλλίας αύξησαν κατακόρυφα τη ζήτηση για εισαγωγές ειδών διατροφής, κυρίως σιτηρών από την Ουκρανία και τη Θεσσαλία. Στη συνέχεια οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, λόγω των πολύ μεγάλων κερδών που απέφερε η μεταφορά ρωσικών σιτηρών και άλλων προϊόντων στα λιμάνια της Γαλλίας, που ήταν αποκλεισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον πολεμικό στόλο των Άγγλων.
  • Τα περιθώρια κερδών από την εμπορική ναυτιλία είναι τόσο μεγάλα που αποτελούν κίνητρο για να συμμετέχουν με καταβολή κεφαλαίου πληρώματα και Έλληνες κεφαλαιούχοι από την Πόλη, τη Μικρά Ασία κ.α.
  • Οι προσδοκίες για μεγάλα κέρδη στον ναυπηγικό και ναυτιλιακό τομέα δημιουργούν για αρκετά χρόνια μεγάλες επενδύσεις που θα προκαλέσουν τον βαθύ οικονομικό μετασχηματισμό αρκετών νησιωτικών περιοχών και παράκτιων πόλεων της Ελλάδας. Αυτές οι παραγωγικές επενδύσεις συντελούν στην αύξηση της οικονομικής ευημερίας, στην άνοδο των κατασκευών κατοικιών και των εισαγωγών καταναλωτικών ειδών από ευρωπαϊκές χώρες.
  • Οι αυξημένοι κίνδυνοι από την πειρατεία υποχρεώνουν τους εφοπλιστές της εποχής να αποκτήσουν κανόνια και ατομικούς εξοπλισμούς άμυνας από την Ευρώπη. Έτσι, όμως, τα ιδιόκτητα ελληνικά καράβια αποκτούν τον κατάλληλο εξοπλισμό και έμπειρους ναυτικούς, ώστε να αντιμετωπίσουν μελλοντικά με μεγάλη επιτυχία τον τουρκικό στόλο, που στηρίζεται σε κρατικές δαπάνες.
Οι μεγάλες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που καταγράφονται στην Ευρώπη συμβάλλουν στην έναρξη ανάπτυξης της ελληνικής επιχειρηματικότητας και στην ηπειρωτική τουρκοκρατούμενη Ελλάδα:
  • Αναπτύσσεται η κτηνοτροφία από μεγάλες μονάδες (τσελιγκάτα) για την επεξεργασία μεγάλου όγκου δερμάτων, μαλλιών κλπ., με σκοπό την εμπορευματοποίησή τους τόσο σε γειτονικές περιοχές όσο και στο εξωτερικό.
  • Δημιουργούνται μικρά εγχώρια υφαντουργεία, συντελώντας στην ανάπτυξη εσωτερικού εμπορίου και στην τροφοδοσία μέρους του πληθυσμού με ενδύματα, δερμάτινα είδη, κουβέρτες, χαλιά, αμπάδες (χοντρά μάλλινα υφάσματα), κάπες από γιδίσιο, αδιαπέραστο από τη βροχή, μαλλί κ.α.
Παρά ταύτα, η μεταποιητική παραγωγή παραμένει επί μακρόν σε επίπεδο οικοτεχνίας ή βιοτεχνίας λόγω του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης και απορροφητικότητας της ηπειρωτικής Ελλάδας. Συγκριτικά με τις μεταποιητικές μονάδες των πιο ανεπτυγμένων χωρών της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, οι ελληνικές μονάδες εμφανίζονται καθυστερημένες από πολλές απόψεις. Συγκεκριμένα:
  • Στο σύνολο της οικονομίας της προεπαναστατικής περιόδου μικρό ποσοστό αποτελούσε η μεταποιητική παραγωγή, όπως νηματουργία, βυρσοδεψία, αργυροχοΐα, μεταλλικές κατασκευές κλπ. Ιδιαίτερα μεγάλη ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας, κατασκευής μεταλλικών ειδών και άλλων, εντοπίζεται στα Ιωάννινα και τη Γορτυνία.
  • Δεν υπήρχε μεγάλος καταμερισμός εργασίας, ενώ το έργο της μεταφοράς και της εμπορίας γινόταν με μετακινήσεις σε διάφορες περιοχές του αναλάμβαναν οι ίδιοι οι παραγωγοί - βιοτέχνες.
  • Ξεχωριστή περίπτωση μεγάλης ανάπτυξης και υψηλού βαθμού καταμερισμού και εξωστρέφειας αποτέλεσε ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων με την παραγωγή βαμμένων με φυτικό χρώμα κόκκινων νημάτων που εξάγονταν μέσω δικτύων εμπορίας.
  • Σε λίγες περιοχές ήταν ανεπτυγμένη η μεταξοκαλλιέργεια και η παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων (ενδεικτικά Xίος, Καλαμάτα, Τύρναβος) που διοχετεύονταν σε διάφορες αγορές.
  • Σε λίγες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας είχε αναπτυχθεί η μεταλλοτεχνία και υπήρχαν βιοτεχνίες και εργαστήρια παραγωγής και επισκευής όπλων με εισαγωγές μηχανισμών από τη Δυτική Ευρώπη. Όμως επικρατούσαν οι εισαγωγές πολεμικών όπλων, κυρίως από ελληνικά εμπορικά σκάφη για τη δική τους αποτελεσματική προστασία από πειρατές και δευτερευόντως για πώληση στην ενδοχώρα. Η ποιότητα κατασκευής και οι επιδόσεις των εγχωρίως παραγομένων όπλων ήταν πολύ χαμηλή και για τον λόγο αυτόν με την έκρηξη της Επανάστασης αντικαταστάθηκαν μαζικά με ευρωπαϊκά όπλα που έφεραν φιλελληνικές οργανώσεις. Μόλις το 1825 οργανώθηκε στο Ναύπλιο ένα πλήρες οπλουργείο με επικεφαλής τον Γάλλο συνταγματάρχη Αρνώ και τη συμμετοχή συμπατριωτών του, που είχαν εξειδίκευση σε σχετικές εργασίες, αναβαθμίζοντας το παλιό οπλουργείο που κατασκεύαζε λόγχες, ελαφρά όπλα και εκρηκτικές ύλες.
  • Στη Δημητσάνα είχαν αναπτυχθεί βιοτεχνίες παραγωγής και εμπορίας μπαρουτιού που τροφοδοτούσαν πολλά μέρη της Ελλάδας (μύλοι αδελφών Σπηλιωτόπουλοι).
Οι σημαντικές οικονομικές αλλαγές στην προεπαναστατική περίοδο συμβάλλουν, επιπλέον, στη «γέννηση» των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και των δανειοδοτήσεων. Στην πράξη μπαίνουν τα θεμέλια ανάπτυξης της τραπεζικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως την εποχή, τις ιδιαιτερότητες, την τεράστια οικονομική καθυστέρηση σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη και τις δυνατότητες της υπόδουλης Ελλάδας:
  • Εργασίες δανειοδοτήσεων ασκούνται από μεγαλεμπόρους και πλοιοκτήτες που εξασφαλίζουν διαφοροποίηση των εσόδων τους από την άντληση τόκων για δάνεια βραχείας διάρκειας.
  • Η Κωνσταντινούπολη είναι το πιο σημαντικό χρηματοοικονομικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων μεγαλεμπόρων αναπτύσσει δραστηριότητες που επεκτείνονται και στον τομέα των χρηματοδοτήσεων. Στην Κωνσταντινούπολη δραστηριοποιείται με επιτυχία ο Ηπειρώτης έμπορος και τραπεζίτης Ιωάννης Ρέσσος, που μαζί με άλλους συμπατριώτες του, στηρίζουν τον Αλή Πασσά προκειμένου τα Ιωάννινα να γίνουν ένα ισχυρό εμπορικό και χρηματοοικονομικό κέντρο.
  • Ανάμεσα στους έμπιστους του Αλή Πασσά ήταν και ο Ιωάννης Σταύρου, έμπορος και υπεύθυνος για τις οικονομικές υποθέσεις της περιοχής, ο οποίος ήταν πατέρας του Γεωργίου Σταύρου, εμπόρου και μετέπειτα μεγαλύτερου τραπεζίτη στην ιστορία της Ελλάδας, που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πολέμησε στην Επανάσταση.
  • Ο Μακεδόνας Εμμανουήλ Παππάς ως τραπεζίτης και κορυφαίο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας ανέπτυξε σημαντική επαναστατική δράση ως πρωτεργάτης της εξέγερσης στη Χαλκιδική. Πέθανε από τις κακουχίες, ενώ τρία από τα παιδιά του έπεσαν στα πεδία των μαχών.
  • Ο Πελοποννήσιος Νικόλαος Ταμπακόπουλος, ένας ακόμη τραπεζίτης της εποχής, έπεσε μαχόμενος στον πόλεμο κατά του Ιμπραήμ πασά.
  • Οι σαράφηδες ασχολούνται με εργασίες αγοραπωλησιών συναλλάγματος, που ήταν η κυριότερη πηγή εσόδων από μικρά και μεγάλα ταξίδια σε διάφορες περιοχές, από τη Ρωσία και τη Μαύρη Θάλασσα έως τις γαλλικές ακτές και το λιμάνι της Τεργέστης. Οι συχνές μεταβολές των τιμών συναλλάγματος -λόγω πολέμων, αποκλεισμών, δυσμενών καιρικών συνθηκών κλπ.- συνεπάγονται μεγάλες προμήθειες για τη διαμεσολάβηση, ενώ απαιτείτο η κατά το δυνατόν καλύτερη δυνατή πληροφόρηση.
  • Οι σαράφηδες στα Ιωάννινα, Έλληνες και Εβραίοι, ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία, και έβγαζαν ανακοινώσεις για τις ισοτιμίες των νομισμάτων. Παράλληλα, ασχολούνταν με τη διαχείριση και τον έλεγχο μεγάλων λογαριασμών κατ’ εντολήν σημαντικών αξιωματούχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην υπόδουλη Ελλάδα (Ιωάννινα, Πελοπόννησο κλπ.).
  • Ο Πελοποννήσιος Γεώργιος Κυριακόπουλος ήταν σαράφης (αργυραμοιβός) και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που δολοφονήθηκε από τον Χουρσίτ πασά υπηρετώντας τους σκοπούς της Επανάστασης.
  • Η συσσώρευση πλούτου από ναυτιλιακές δραστηριότητες δημιούργησε προϋποθέσεις συνεργασίας της ελληνικής εφοπλιστικής ελίτ με Άγγλους τραπεζίτες. Η συνεργασία θα πραγματοποιηθεί με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο στη διετία 1824-1825 όταν, με πρωτοβουλία των Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Γεωργίου Κουντουριώτη, εκδίδονται δύο ομολογιακά δάνεια στην αγγλική κεφαλαιαγορά για το ελληνικό κράτος που είναι ακόμη ... μόνο στα χαρτιά.

Αντιπαραγωγικές Γαιοκτητικές Σχέσεις
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της προεπαναστατικής Ελλάδας ήταν οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης του αγροτικού πληθυσμού και οι πολύ καθυστερημένες μέθοδοι παραγωγής σε σύγκριση με τη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη. Όλοι οι ευρωπαίοι περιηγητές είναι εντυπωσιασμένοι από την καθυστέρηση της αγροτικής οικονομίας στην Ελλάδα.
Βασική αιτία ήταν ότι η γη ανήκε στον σουλτάνο, ενώ υπήρχαν τεράστιες ανισότητες στην κατανομή της, με πολλαπλάσια έκταση ανά οικογένεια μουσουλμάνων σε σύγκριση με την αγροτική γη που αναλογούσε ανά ελληνικό νοικοκυριό. Επομένως, η κατανομή της γαιοκτησίας τροφοδοτούσε μεγάλες ανισότητες και άγρια εκμετάλλευση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων. Το γαιοκτητικό καθεστώς αποτελούσε «αξεπέραστο εμπόδιο» στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία επαρκούς φυτικής και ζωικής παραγωγής για τη διατροφή του αγροτικού πληθυσμού και την εμπορία.
Η έλλειψη ιδιόκτητης γης, οι φόροι για λογαριασμό του Οθωμανικού κράτους με βάση την αγροτική παραγωγή και η αδυναμία παραγωγής πλεονασμάτων αγροτικής παραγωγής δεν επέτρεπαν την κεφαλαιακή συσσώρευση, την αστικοποίηση και την ανάπτυξη μεταποιητικών δραστηριοτήτων από πρώτες ύλες του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα. Αυτά τα «εμπόδια στην ανάπτυξη» ήταν περισσότερο αισθητά στο εσωτερικό και στις πεδινές περιοχές της χώρας, η οποία επιπρόσθετα δε διέθετε οδικά δίκτυα.
Έτσι, στην προεπαναστατική Ελλάδα υπήρχε μια «οικονομία δύο ή περισσότερων ταχυτήτων»: α) από τη μια υπήρχαν κοινωνίες που είχαν πολύ μεγαλύτερα επίπεδα ευημερίας σε νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές που διέθεταν ελληνόκτητα πλοία, εμπόριο, βιοτεχνίες, μικρά ναυπηγεία κλπ. και β) από την άλλη αναπαράγονταν καθυστερημένες αγροτικές κοινωνίες Ελλήνων με ελάχιστη γη για καλλιέργεια και με τη συντριπτική πλειοψηφία να αποτελείται από ακτήμονες.
Σε σχετικά καλύτερη κατάσταση –σε σύγκριση με τις πεδινές περιοχές που διαβιούσαν οι Έλληνες ακτήμονες– ήταν οι οικονομίες των ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Σε αυτές τις τελευταίες κυριαρχούσε η κτηνοτροφία και η καταπίεση από τις Οθωμανικές αρχές ήταν πολύ μικρότερη.
Η Γαλλική Επανάσταση και η βίαιη διάλυση των φεουδαρχικών σχέσεων θα επηρεάσει ιδεολογικά και τους Έλληνες που υπέφεραν από την έλλειψη ιδιόκτητης αγροτικής γης. Ακόμη περισσότερο, η με επανάσταση «απαλλοτρίωση» των τεραστίων εκτάσεων που ανήκουν στο Οθωμανικό κράτος θα μπορούσε να εξασφαλίσει την:
1. Ανακατανομή της ιδιοκτησίας των αγροτικών εκτάσεων προς όφελος των Ελλήνων.
2. Αποτελεσματικότερη διαχείριση των αγροτικών εκτάσεων που θα περάσουν στους Έλληνες, δημιουργώντας καλύτερες προϋποθέσεις για την αύξηση των οικογενειακών εισοδημάτων.
3. Ανάπτυξη των κοινοτικών εκτάσεων προς όφελος των μελών των κοινοτήτων μέσα από τη συλλογική αξιοποίηση των αγροτικών εκτάσεων.
4. Δημιουργία μιας σημαντικής πηγής εσόδων από φορολογίες, ενοικίαση κλπ. αγροτικών εκτάσεων που θα ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο μετά από μια επιτυχημένη επανάσταση.
5. Επαύξηση της περιουσίας Ελλήνων από ναυτιλιακές και εμπορικές δραστηριότητες μέσω της απόκτησης αγροτικών εκτάσεων για εκμετάλλευση.

Ιδεολογία Της Ελληνικής Αστικής Τάξης
Ο Παροικιακός Ελληνισμός και η αναδυόμενη επιχειρηματική τάξη ενημερώνονταν και κατανοούσαν τις συγκρούσεις της ευρωπαϊκής αστικής τάξης με τη φεουδαρχία. Η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση είχαν βαθιά επιρροή στους Έλληνες εμπόρους και ναυτικούς. Σε γενικές γραμμές:
  • Η ελληνική πνευματική ελίτ ενστερνίζεται και διαδίδει τις ιδέες του Διαφωτισμού και υποστηρίζει το βοναπαρτισμό. Μέσα από τις ιδεολογικές και επαναστατικές συγκρούσεις της εποχής η ελληνική αστική τάξη ριζοσπαστικοποιείται και προσανατολίζεται στην οργάνωση μιας εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει τον αντιθρησκευτικό και αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης.
  • Οι Έλληνες έμποροι υιοθετούν τους οργανωτικούς κανόνες του Τεκτονισμού, αλλά τους προσαρμόζουν στις αναγκαιότητες για έναν μελλοντικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία στα πρότυπα μιας τυπικής τεκτονικής στοάς, αλλά αποτελεί ένα προωθημένο επαναστατικό σχήμα που εξαπλώνεται γρήγορα από τις περιοχές του Παροικιακού Ελληνισμού, στα Επτάνησα και την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
  • Από τον υπάρχοντα κατάλογο των μελών της Φιλικής Εταιρείας διαπιστώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό είναι έμποροι, ενώ οι ιεράρχες και κληρικοί κατέχουν το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των μελών, για τα οποία υπάρχουν στοιχεία.
  • Στην προεπαναστατική περίοδο, η στενή διασύνδεση των Ελλήνων με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών, οι σχέσεις με βασιλικές αυλές και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθιστούν την ελληνική επιχειρηματική και διοικητική ελίτ ιδιαίτερα προσαρμοστική στη χάραξη εθνικής στρατηγικής.
Η προετοιμασία της Επανάστασης και η χάραξη εθνικού στρατηγικού στόχου συνδέεται άμεσα με τα κοινά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων για τον μελλοντικό διαμελισμό του «μεγάλου ασθενή» (Οθωμανικής Αυτοκρατορία) που θα ολοκληρωθεί πολλές δεκαετίες αργότερα με την επιτυχή διεξαγωγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Γενικά στην προεπαναστατική περίοδο, η ελληνική αστική τάξη:
  • αποκτά εθνική συνείδηση και χαρακτηρίζεται από πατριωτισμό,
  • έχει σαφή γνώση της μοναδικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς,
  • κατανοεί πλήρως τα κοινά συμφέροντα των Ελλήνων και τα οφέλη που θα έχει από την ανατροπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
  • χαρακτηρίζεται από απόλυτο πολιτικό ρεαλισμό, καθώς πρέπει να προσαρμόζεται άμεσα στις αλλαγές των συσχετισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στην προεπαναστατική περίοδο παίζει και η παιδεία:
  • Οι Έλληνες που αυξάνουν τον πλούτο τους μεριμνούν ιδιαίτερα να βελτιώσουν το επίπεδο της παιδείας τους και να στηρίξουν εκπαιδευτικές προσπάθειες σε περιοχές από τις οποίες μετανάστευσαν.
  • Η ανάπτυξη της τυπογραφίας επέτρεψε σε Έλληνες του εξωτερικού τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και πατριωτικών κείμενων που κυκλοφορούσαν επίσης στην υπόδουλη Ελλάδα.
  • Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα αποτελέσει τον πλέον ισχυρό πόλο του Ελληνισμού, διασύνδεσης των διαφόρων στρωμάτων της Ελληνικής κοινωνίας και τον πιο ισχυρό μοχλό διάδοσης της ελληνικής γλώσσας. Ιεράρχες και κληρικοί θα ενισχύσουν πολλαπλά τις δυνατότητες του Ελληνισμού, συμμετέχοντας ενεργά στις προετοιμασίες της Επανάστασης.

Η «Μεγάλη Πρόκληση»
Η ελληνική επιχειρηματική τάξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση της Επανάστασης. Κατάφερε να συμβάλει στη δημιουργία ενός κράτους και μιας εθνικής οικονομίας που αναπτύχθηκαν μέσα από αναρίθμητες δυσκολίες, ακόμη και μέσα από εθνικές τραγωδίες. Αυτή η ανεκτίμητη εθνική συμβολή επιτεύχθηκε με τεράστιες προσωπικές θυσίες. Όμως, πρέπει να διδασκόμαστε από το παρελθόν και όχι να παραμένουμε σε αυτό.
Η νέα εθνική πρόκληση είναι να χαράξουμε τη στρατηγική που θα κάνει την Ελλάδα πιο ισχυρή διεθνώς, με μια ευημερούσα οικονομία και με μια, πιο αποτελεσματική από ποτέ, εθνική άμυνα!
Με αυτόν τον κοινής αποδοχής εθνικό προσανατολισμό το ΜΑΝΙΑΤΑΚΕΙΟΝ ΙΔΡΥΜΑ θα αναλάβει πρωτοβουλίες και θα συμμετάσχει σε δράσεις με στρατηγικό στόχο:
  • Την προώθηση της επιχειρηματικότητας και των καινοτομιών, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, και
  • Τη στήριξη ενεργειών και πρωτοβουλιών για συνεχή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας.

13 Φεβρουαρίου 2020
Roof Garden της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου