Ἡ μετατροπή τοῦ σημερινοῦ μουσειακοῦ καθεστῶτος τοῦ
Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως σέ μουσουλμανικό Τέμενος (Τζαμί) ἀπό τήν Τουρκική Κυβέρνηση καί ἡ ἐμμονή τῆς ὑλοποίησης
αὐτῆς τῆς ἀπόφασης, παρά τήν παγκόσμια ἀρνητική ἀντίδραση, ἐπιβεβαιώνει περίτρανα ὅτι ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός δέν ἦταν ἡ ἱκανοποίηση
μόνο τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν τοῦ Ἰσλάμ ἀλλά κυρίως ἡ
ἐπίδειξη καί καθιέρωση μιᾶς ἱστορικῆς ἀλλαγῆς τόσο στόν ἰδεολογικό,
ὅσο καί στόν πολιτικό προσανατολισμό τῆς γείτονος χώρας.
Ὑποδεικνύει μία ὀπισθοδρόμηση σέ μορφές ἐξουσίας καί
μοντέλα κοινωνικά ἄλλων ἐποχῶν καί περιόδων, πρίν τό 1934, τά ὁποῖα
ἔχουν πλέον ἀπορριφθεῖ ἀπό τήν Διεθνή Κοινότητα καί κυρίως ἀπό τήν
Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
Ἡ σημασιολογική ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς μετατροπῆς συνεπάγεται ἀλλαγή καί στόν εὐρωπαϊκό προσανατολισμό τῆς Τουρκίας καί τήν
ἀποκοπή της ἀπό τήν Δύση, ἀφοῦ ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ στή διαχρονία τοῦ
μνημείου, ὡς μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, καί ἡ μετατροπή του σέ τόπο λατρείας μιᾶς καί μόνο Θρησκείας, τῆς Ἰσλαμικῆς,
ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ἁγία Σοφία δέν ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς μνημειακό
δημιούργημα τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι στοιχεῖο τοῦ
εὐρύτερου Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ, ἀλλά ἁπλῶς ὡς ἕνα «γέννημα» τοῦ
χρόνου. Ὁ Ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας ὃμως ἀποτελεῖ διαχρονικά τή μήτρα
ὁλόκληρης τῆς Χριστιανοσύνης, Ἀνατολῆς καί Δύσης, καί ἐπίσης στοιχεῖο
2
καί παρακαταθήκη τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας καί ἑνότητας. Δέν εἶναι
δυνατόν λοιπόν νά ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα προπαγανδιστικό μέσο γιά
ἀναβίωση ἰσλαμιστικῶν ἐξάρσεων, θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ καί
μισαλλοδοξίας.
Ἀντίθετα πρός αὐτά τά ὁποῖα διακηρύττει ἡ Ἁγία Σοφία ἡ
γείτονα χώρα μέ τήν παροῦσα μετατροπή ἀπορρίπτει κάθε μορφή διαλόγου, κατεξοχήν στοιχεῖο τοῦ Πολιτισμοῦ, ἀλλά καί τῶν πανανθρώπινων
ἀξιῶν τῆς εἰρήνης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς συνεργασίας,
τοῦ σεβασμοῦ, τῆς ἀνεκτικότητας, τῆς ἑτερότητας καί τῆς συνύπαρξης
τῶν θρησκειῶν, τῶν λαῶν καί τῶν ἐθνῶν.
Ἡ μονομερής λατρευτική χρήση τῆς Ἁγίας Σοφίας συνεπάγεται ὃτι τό μνημεῖο μετατρέπεται ἀπό σύμβολο πραγμάτωσης τῶν
παραπάνω ἀρχῶν καί ἀξιῶν, πού ἀποτελοῦν ἐπίσης ἀρχές καί ἀξίες καί
τῆς ἴδιας τῆς Εὐρώπης, δηλαδή τόπο πολιτιστικοῦ δεδομένου, σέ χῶρο
διαίρεσης καί διχασμοῦ. Ὁ πραγματικός καί αὐθεντικός Πολιτισμός ὅμως
δέν μπορεῖ νά μήν στηρίζει καί νά μήν καλλιεργεῖ τόν διάλογο καί νά
ἐπιδιώκει μόνο τόν διχασμό μέ τόν ὁποιοδήποτε «ἄλλο», τόν ἀλλόφυλο ἤ
τόν ἀλλόθρησκο, γιατί τότε χάνει τήν πολιτιστική του αὐθεντικότητα καί
ταυτότητα καί ἐκφυλίζεται σέ ἰδεολογία καί μάλιστα φανατικοῦ τύπου. Ἡ
μετατροπή ἑνός μνημείου, ἀναγνωρισμένου ἀπό τήν παγκόσμια κοινότητα, σέ μιᾶς μόνο ἔκφρασης θρησκευτικότητας, ἐκπέμπει ἕνα ἄλλο μηνυμα, πολύ διαφορετικό, ἀπό αὐτοῦ τοῦ διαλόγου καί τῆς συνεργασίας
τῶν λαῶν καί τῶν Θρησκειῶν.
Ὁ πραγματικός καί αὐθεντικός Πολιτισμός εἶναι γνωστό ὅτι
ἑνώνει καί δέν διασπᾶ, διαλέγεται καί δέν ἀποδέχεται τούς φανατισμούς.
Δέν δημιουργεῖ ἰδεολογικά δεδομένα ἤ στεγανά καί στερεότυπα, τά ὁποῖα
3
σκορποῦν τό μίσος καί διασπείρουν τή μισσαλοδοξία. Δέν καταξιώνεται
μέ θρησκευτικούς χρωματισμούς πού παραπέμπουν στό παρελθόν καί
δέν προσβλέπουν στό μέλλον.
Δυστυχῶς ἡ Τουρκία ξαναγράφει τήν ἱστορία της σέ παλαιά
μοτίβα καί πρότυπα, μέ ἰδιοτέλεια καί σκοπιμότητα και με ὃρους
«κατάκτησης», τά ὁποῖα δέν εἶναι πλέον ἀποδεκτά ἀπό τήν Διεθνή
Κοινότητα καί τήν Εὐρώπη, ὅπως ἀπέδειξε τό πρόσφατο παρελθόν. Μέ τή
στάση της ὅμως αὐτή ἐκφράζει καί ἕνα ἄλλο πολιτιστικό προσωπεῖο, τό
ὁποῖο βρίσκεται μακράν τῶν ἀξιῶν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ καί τῶν
ἀρχῶν τῆς διεθνοῦς εἰρήνης καί τῆς συνεργασίας τῶν λαῶν. Δέν εἶναι
ἕνας αὐθεντικός καί γνήσιος Πολιτισμός, ἀλλά ἕνα πολιτιστικό
μόρφωμα, γιατί δέν ἐκφράζει τά ἐχέγγυα ἐκεῖνα πού χαρακτηρίζουν καί
προσδιορίζουν τήν πολιτιστική αὐθεντικότητα καί γνησιότητα τοῦ ἤθους
καί τῆς ζωῆς, οὔτε ὁριοθετοῦν τούς ὅρους μιᾶς ταυτότητας
πανανθρώπινης.
Μία κρατική ἐξουσία ὅταν χρησιμοποιεῖ τά δημιουργήματα
τῆς παγκόσμιας πολιτιστικῆς παράδοσης ὡς μέσο γιά ἐξυπηρέτηση μικροπολιτικῶν σκοπιμοτήτων καί μέ προοπτικές ἐσωτερικῆς κατανάλωσης τότε ἐπιβεβαιώνει τήν πολιτιστική ἀνωριμότητα καί τό ἔλλειμα
πολιτιστικοῦ ἤθους.
Ἀκόμη καί ἡ ἡμερομηνία 24 Ἰουλίου, ὡς ἡμέρα ἔναρξης τῆς
προσευχῆς στό συγκεκριμένο μνημεῖο καί ὑπογραφῆς τῆς Συνθήκης τῆς
Λωζάνης το 1934, δέν θά πρέπει νά περάσει ἀπαρατήρητη. Ἔχει τή δική
της σημασία. Σηματοδοτεῖ κάποιες νέες γεωφυσικές καί γεωπολιτικές
ἐπιδιώξεις τῆς γείτονος χώρας. Ἡ μετατροπή τοῦ μνημείου τῆς Ἁγίας
Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ἐκφράζει ἕνα τετραπλό μήνυμα: α) Τήν
4
ἐπαναφορά τῆς νεο-οθωμανικῆς ἰδεολογίας, β) Τόν νέον
προσανατολισμό τῆς Τουρκίας ἀπό τή Δύση καί τήν Εὐρώπη στήν
Ἀνατολή, ὡς κύρια ἔκφραση αὐτῆς τῆς νεο-οθωμανικῆς ἰδεολογίας, γ)
Τήν συσπείρωση τοῦ Ἰσλαμικοῦ κόσμου, μέ ἐνδεικτική ἐνέργεια, τίς θερμές ἐπιστηρικτικές τοποθετήσεις τῶν ἡγετῶν τῶν Ἰσλαμικῶν Κρατῶν,
ἔναντι τῶν χλιαρῶν ἀνακοινώσεων τῶν Δυτικῶν Χωρῶν ἀκόμη καί τοῦ
Βατικανοῦ, καί δ) Τήν συσπείρωση τοῦ λαοῦ γύρω ἀπό αὐτήν τήν ἰδεολογία, ὡς πρός τό ἐσωτερικό τῆς Χώρας.
Ὁ αὐθεντικός καί γνήσιος Πολιτισμός ὃμως ἀποτελεῖ
διαχρονικά τό μέσο ἔκφρασης καί τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν
πολιτῶν μιᾶς Χώρας ἤ ἑνός Ἔθνους, ἡ δέ καλλιέργεια τῆς πολιτιστικῆς
συνεργασίας, σέ ἐπίπεδο τοπικό ἤ παγκόσμιο καί ὁ σεβασμός πρός τήν
πολυπολιτισμικότητα, συνεπάγεται τήν ἀνάπτυξη δράσης καί
συνεργασίας μέ σκοπό τή διαμόρφωση ἑνός περιβάλλοντος γιά ἕνα
καλύτερο μέλλον. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτῆς τῆς συνεργασίας, χρειάζεται νά
ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό σύνδρομο τῆς θρησκευτικῆς ἀποκλειστικότητας καί
τό φοβικό σύνδρομο ἔναντι τῆς θρησκευτικότητας τῶν «ἄλλων» καί νά
ἀναπτύξουμε ἕναν διάλογο μεταξύ τῶν Θρησκειῶν ἀλλά καί μεταξύ τῶν
Θρησκειῶν μέ τίς κοινωνίες.
Ἀπαιτεῖται δηλαδή νά ἀντισταθοῦμε ἔστω καί ἐπώδυνα σέ
ὅλα ἐκεῖνα τά κοινωνικά καί θρησκευτικά μορφώματα, πού συνηθίσαμε
μέχρι σήμερα νά μᾶς προβάλλουν, καί νά ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπό τούς
φόβους, τούς μύθους καί τίς συμπλεγματικές ἀβεβαιότητές μας. Ὅλα
αὐτά, κατά τό παρελθόν ἔδωσαν στίς Θρησκεῖες τό προσωπεῖο τοῦ φονταμενταλισμοῦ, τό ὁποῖο σκιάζει τό ἐκσυγχρονιστικό στοιχεῖο τοῦ λόγου
τους καί ἐπιστηρίζει τό σύνδρομο τῆς μοναδικότητας καί τῆς ἀποκλει-
5
στικότητας τῆς μιᾶς Θρησκείας ἔναντι τῆς ἄλλης, ἐνῶ
ἐπικαλύπτεται πολλές φορές καί μέ τόν μανδύα τοῦ νεοσυντηρητισμοῦ.
Τό ἀποτέλε-σμα; Δόθηκε χῶρος σέ θρησκευτικούς ἡγέτες νά
ἐμφανισθοῦν καί νά δράσουν ὡς αὐτόκλητοι σωτῆρες, ἐνῶ συγχρόνως
ἐνισχύθηκε καί ἡ ἐσωστρέφεια, ὡς ὁ ἀντίποδας τῶν συνεργασιῶν καί τῆς
συναδέλφωσης, μέ διακριτά χαρακτηριστικά τήν προβολή τῆς
διαφορετικότητας καί μόνον. Οἱ Θρησκεῖες θά μπορέσουν νά βοηθήσουν
τίς κοινωνίες νά κατανοήσουν τό ποιοτικότερο νόημα τῆς ζωῆς καί νά
προλάβουν ἔγκαιρα τήν ἐμφάνιση φαινομένων βίας, ἐκφράσεως
μισαλλοδοξίας, δογματι-σμοῦ, φονταμενταλισμοῦ, κοινωνικοῦ
φανατισμοῦ, ἐθνικιστικῶν ἐξάρσεων, μόνον ὅταν ἡ ἀλήθεια πού
ἐκφράζουν καί πρεσβεύουν ἀναδειχθεῖ μέσα ἀπό τή δυναμική τῆς
διαλεκτικότητας, καί στά πλαίσια τῆς κοινωνίας.
Μόνον ὁ διάλογος τῶν Πολιτισμῶν, τῶν κοινωνιῶν καί τῶν
Θρησκειῶν μπορεῖ νά προάγει τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό, τήν εἰρηνική
συμβίωση, τήν ἀνοχή τοῦ διαφορετικοῦ, τήν εἰρήνη, τή συνύπαρξη, τή
δικαιοσύνη καί τόν πλουραλισμό, δίδοντας στίς μέν κοινωνίες τό στοιχεῖο
πρόσβασης πρός μία διαρκή νεωτερικότητα μακριά ἀπό κρίσεις
πολιτισμικῆς ταυτότητας, στίς δέ Θρησκεῖες τή δυνατότητα νά
ἐπενδύσουν, μέ σεβασμό στήν διαφορετικότητα, τήν ἀνάδειξη δηλαδή
τῶν στοιχείων ἐκείνων, μέσα ἀπό τά ὁποῖα θά δίδονται τά περιθώρια τῆς
δράσης καί τῆς ἀντίδρασης, τῆς δόσης καί τῆς ἀντίδοσης, τῆς μετάδοσης
καί τῆς λήψης, ἀφοῦ ἡ πρακτική ἐφαρμογή τοῦ διαλόγου στηρίζεται
πάντοτε στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου πού δίνει καί τοῦ ἀνθρώπου πού
δέχεται ἤ τοῦ πολιτισμοῦ πού προσφέρεται διακονικά καί τοῦ πολιτισμοῦ
πού λειτουργεῖ μεταμορφωτικά.
6
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν διαλεκτική διαδικασία τό
ἀξιολογικό ἐρώτημα πλέον δέν εἶναι ποιός Πολιτισμός ἤ ποιά Θρησκεία
εἶναι ὀρθή στό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ἀλλά πῶς καί ποιές
λύσεις μποροῦν νά προταθοῦν ἔμπρακτα στό ἀδιέξοδο τῶν σημερινῶν
σχέσεων μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἀλλά καί μεταξύ τῶν Πολιτισμῶν καί
τῶν Θρησκειῶν, μέσα ἀπό τή διαλεκτική μέ τήν ἴδια τήν κοινωνία.
Ἀπώτερος σκοπός αὐτοῦ τοῦ διαλόγου εἶναι : α) Ὁ
προσδιορισμός τοῦ πλησίον, ἀνεξαρτήτως θρησκευτικότητας, πολιτικῆς
πεποιθήσεως ἤ ἐθνικῆς προελεύσεως. β) Ἡ χωρίς προϋποθέσεις
προσφορά ἀλληλεγγύης καί ἔμπρακτης ἀγάπης πρός τίς ἀνάγκες αὐτοῦ,
καί γ) Ἡ θεμελίωση δίκαιων καί ἀνθρωπίνων σχέσεων ἐντός τῶν
πλαισίων λειτουργίας τῶν κοινωνικῶν δομῶν. Μία διαδικασία, μέ τήν
ὁποίαν ἀναδεικνύεται ἡ θετική καί ἡ οὐσιαστική συμβολή τῆς
θρησκευτικότητας στή συγκρότηση καί διατήρηση τῆς κοινωνικῆς
συνοχῆς, μέ τήν νοηματοδότηση τῆς πολιτισμικῆς ἀλληλοπεριχώρησης,
στά πλαίσια μάλιστα διατήρησης τῆς διαφορετικότητας μέσα στό ἴδιο
κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ὃμως οἱ Θρησκεῖες σ΄αὐτή τή διαδικασία τοῦ διαλόγου, θά
πρέπει νά προσέλθουν μέ διάθεση ἔντονης αὐτοκριτικῆς καί
παραγωγικῆς συνδιαλλαγῆς. Μέ τίς δύο αὐτές προϋποθέσεις θά
μπορέσουν νά ὑπερβοῦν τό χάσμα τῆς ἀδράνειας καί θά ὁδηγηθοῦν στό
πλουραλιστικό βίωμα, μέσα ἀπό τό ὁποῖο θά ἀναδείξουν τά στοιχεῖα
ἐκεῖνα τοῦ λόγου τους, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν ἀνθρώπινη κοινωνία καί μέ
τά ὁποῖα θά ἐπιβεβαιώσουν ἔμπρακτα τήν ἀποτελεσματικότητα τῶν
παρεμβάσεών τους.
7
Ἀπαιτεῖται λοιπόν μία ἐσωτερική αὐτοκριτική καί μία
εἰλικρινής μετάνοια, στοιχεῖα τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν τήν ἀναθεώρηση
πολλῶν προσωπικῶν ἀντιλήψεων, νοοτροπιῶν καί πρακτικῶν, ἐνῶ
συγχρόνως ἀποτελοῦν καί τήν προϋπόθεση μιᾶς σειρᾶς ἀλλαγῶν σέ
θεσμικό ἐπίπεδο, προκειμένου νά ἑδραιωθεῖ αὐτή ἡ μορφή τοῦ διαλό-γου
καί νά ἀποφευχθεῖ ὁ κίνδυνος δημιουργίας ἤ ἵδρυσης μιᾶς νέας
Θρησκείας, μέ τήν μετατροπή τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ σέ
θρησκευτικό μονισμό ἤ σέ θρησκευτικό συγκρητισμό. Μόνο μέσα ἀπό
αὐτή τή μορφή τοῦ διαλόγου μπορεῖ νά μήν σχετικοποιηθεῖ ἡ Ἀλήθεια καί
νά ἀναδειχθεῖ ὁ συνδυασμός τῆς πιστότητας ὂχι μόνο μέ τήν
ἀνεκτικότητα ἀλλά καί μέ τήν ἀνοικτότητα, ἀφοῦ μέ τόν διάλογο αὐτόν
γίνεται ἕνα βῆμα πέραν ἀπό τήν ἀνοχή καί ὁδηγούμεθα στήν
ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου, τοῦ διαφορετικοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ὄχι ἁπλῶς
μόνο γιά νά ὑπάρχει - αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς ἀνοχῆς - ἀλλά ὡς τό
πρόσωπο ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἔχει κάτι νά μοῦ πεῖ, τό ὁποῖο πρέπει νά
ἀκούσω πολύ σοβαρά, νά τό συ-σχετίσω μέ τίς δικές μου ἰδέες, νά τό
κρίνω ὑπό τό φῶς αὐτῶν τῶν ἰδεῶν ἤ καί νά τό υἱοθετήσω ἀκόμη.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς
ἀνεκτικότητας καί τῆς ἀνοχῆς καί μόνον δέν εἶναι μόνο ἀνεπαρκής ἀλλά
στό βάθος της εἶναι καί ἀρνητική, γιατί ὑποδηλώνει ἕνα αἴσθημα
ὑπεροχῆς πού ταπεινώνει τόν ἄλλο, τόν διαφορετικό, αὐτόν πού δέν
συμφωνεῖ μαζί μας, καί συγχρόνως ταυτίζεται κατ’ ἀνάγκην μέ μία
πλειονότητα πού ἀνέχεται τή μειονότητα. Αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς ἀνοχῆς
δυστυχῶς ἰσχύει ἀκόμη καί στό θρησκευτικό πεδίο κάθε μειονότητας,
ὃπου ὁ ἄλλος εἶναι ἁπλᾶ ἀνεκτός καί μέρος τοῦ εὐρύτερου πολιτιστικοῦ
πλαισίου, μέσα στό ὁποῖο ζοῦμε.
8
Δυστυχῶς αὐτή τήν λανθασμένη ἔννοια τῆς ἀνοχῆς
ὑπεδείκνυε μέχρι σήμερα καί ἡ Τουρκία ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν
μειονοτήτων, τήν ὁποίαν ὅμως δέν συνεδύαζε οὔτε μέ τήν ἀνοικτότητα,
τήν συνύπαρξη, τόν σεβασμό πρός τήν διαφορετικότητα καί τήν ἑτερότητα, μέ ἀποτέλεσμα ἐξαιτίας ἑνός θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ καί μιᾶς
ὑποφώσκουσας μισαλλοδοξίας θεώρησε ὃτι μπορεῖ νά ἑδραιώσει μέ τήν
μετατροπή τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ
μνημείου τῆς παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, σέ μουσουλμανικό
Τέμενος καί ἀπό σύμβολο ἑνότητας νά τό μετατρέψει σέ στοιχεῖο
διάσπασης καί διχασμοῦ.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά ἐπιβεβαιώνεται ὅτι οἱ Θρησκεῖες
καθίστανται οἱ ἀδιαμφισβήτητοι καί οἱ ἰσχυρότεροι ἀλλά καί οἱ πλέον
πειστικοί παράγοντες μέσα στόν κόσμο μόνον ὅταν χρησιμοποιοῦνται
γιά νά διαδραματίσουν ρόλο ὡς μοχλός κοινωνικῆς καί θεσμικῆς
κινητοποίησης σέ πολλά ἐπίπεδα.
Στό χέρι τῶν Θρησκειῶν εἶναι λοιπόν εἴτε νά αὐξήσουν τόν
πόνο πού ζεῖ ὁ κόσμος, εἴτε νά συμβάλουν στήν θεραπεία τῶν δεινῶν, τό
δεύτερο εἶναι δυνατόν νά καταστεῖ ἐφικτό μόνο μέσα ἀπό τόν διάλογο, ὁ
ὁποῖος ἀποτελεῖ καί δῶρον Θεοῦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου