Dimitris Koukoulas προςΣΤΑΦΙΔΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑΦΙΔΟΣΠΙΤΑ
Κατέβαιναν κάτι σκληροτράχηλοι νέοι άντρες από την Ολυμπία και την Αρκαδία. (Ο μεγάλος μας ποιητής Νίκος Γκάτσος έλεγε πως ο πατέρας του κάθε χρόνο κατέβαινε με μουλάρι από το Καντρέβα (σημερινή Ασέα) στην Τριφυλία για σκάψιμο). Φορούσαν βαριές στρατιωτικές χλαίνες, χειροποίητες μάλλινες κάλτσες και γουρνοτσάρουχα. Κάτι χοντρά αυτοσχέδια παπούτσια από λάστιχο αυτοκινήτου και γουρνίσιο δέρμα. Με το σούρουπο μαζεύονταν στην πλατεία και συμφωνούσαν με τ’ αφεντικά τις δουλιές. Στα καφενεία δεν κάθονταν γιατί έκαναν αιματηρές οικονομίες.
Έμεναν στα κατώγια και στα αχούρια με τα ζωντανά. Κοιμόντουσαν με τα ρούχα τους βέβαια και σκεπαζόντουσαν με ένα χοντρό σάϊσμα –υφαντό από τράγιο μαλλί- που κουβάλαγαν μαζί τους δεμένο πάνω στην αξίνα τους. Αυτό το δέμα ήταν και η μοναδική τους αποσκευή.
Δυο-τρείς από αυτούς αργότερα έτυχε να τους συναντήσω στην Αθήνα. Ήτανε όλοι τους επιχειρηματίες και θυμόντουσαν πολύ ζωηρά τα καταράχια της Μεσσηνίας τα λασπερά κτήματα και τα σκληρά αφεντικά.
Τα κουτρούλια τα έφτιαχναν για να αερίζεται το χώμα και να αναζωογονείται και για να ξεραίνονται τα χορτάρια. Έμεναν έτσι μέχρι το «σκάλο» στα τέλη Απρίλη οπότε και τα εσκόρπιζαν χτυπώντας τα με τα ξινάρια, τις στενές αξίνες δηλαδή. Αυτή η δουλειά ήταν πιο εύκολη και ήθελε πολύ λιγότερους εργάτες.
Το σκάψιμο έπεφτε πάντα σαρακοστή και δεν είχε τη διατροφική υποστήριξη που χρειαζόταν γιατί τότε νήστευαν οι άνθρωποι. Δούλευε η φασολάδα και οι ταραμοκεφτέδες. Κάτι αρμυρές οβίδες με σκόρδο και ταραμά που έφερναν ατέλειωτη δίψα. Μας έβγαινε η γλώσσα εμάς των μικρών νεροκουβαλητάδων να πηγαινοερχόμαστε με τη βίκα. Πιάναμε θυμάμαι νερό εκτός από τα πηγάδια και τις βρύσες, από τις γράνες που τρέχανε. Ήτανε τότε πεντακάθαρο δεν είχαν βγει ακόμη τα φυτομάρμακα. Του Ευαγγελισμού έφτιαχναν οι νοικοκυρές μπακαλιάρο με σκορδαλιά με τις ίδιες νεροκουβαλητικές για μας ταλαιπωρίες.
Μια μέρα σταμάτησε στο χωριό ένα φορτηγάκι. Κατέβηκαν δυο τύπο με φόρμες που είχανε κάποιο σήμα και τη λέξη AGRIA.Ζήτησαν να πάνε σε κάποιο κοντινό κτήμα για μια επίδειξη. Εκεί κατέβασαν ένα μηχάνημα με μακριά χερούλια που δούλευε με βενζίνη. Στην κοιλιά του είχε μια συστοιχία περιστρεφόμενων ατσάλινων μαχαιριών που το λέγανε «φρέζα». Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Ξεκίνησε με θόρυβο και άρχισαν οι λεπίδες να σκάβουν το χώμα. Κοιτούσαμε όλοι έκπληκτοι. Κανείς δεν φανταζόταν τη συνέχεια: την κατάργηση, δηλαδή, της αξίνας και την κυριαρχία του φρεζαρίσματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου