Τους θερινούς μήνες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, έξω από το Μελιγαλά, όπως και στο χωριό μας και σε όλη τη Μεσσηνία, οι αγρότες κοιμόνταν στα χτήματα. Φύλαγαν τα μποστάνια τους, τα σύκα και τις σταφίδες τους. Η φτώχεια και η πείνα, ανάγκαζαν αρκετούς να απλώνουν το χέρι στα ξένα εισοδήματα για να γεμίσουν την πεινασμένη κοιλιά της πολυμελούς οικογένειας.
Έτσι τις νύχτες οι αγρότες έστρωναν σανίδες ή καλαμωτά πάνω σε ξύλινα τρίποδα και κοιμόνταν με ταβάνι τον έναστρο ουρανό και με μουσική υπόκρουση τους ήχους των γρύλων και τα κοάσματα των βατράχων.
Δίπλα λοιπόν από τον ποταμό Μαυροζούμενα, κοιμόταν κάθε βράδυ ο μεγάλος γιος μιας αγροτικής οικογένειας για να φυλάει από τους απρόσκλητους επισκέπτες τα σύκα και τη σταφίδα. Από το παραπέρα χτήμα, η νεαρή, μελαχρινή κόρη του γείτονα ιδιοκτήτη, επισκεπτόταν στο πρόχειρο κρεβάτι του τον νεαρό, σχεδόν κάθε νύχτα και το καλοκαίρι τους περνούσε μέλι-γάλα, στο Μελιγαλά!
Εκείνη τη βραδιά η κοπέλα μέσα από το χαντάκι, με λαχτάρα πλησίασε το ερωτικό κρεβάτι του συγχωριανού της και χώθηκε κάτω από τα στρώματα για ν΄ αγκαλιάσει τον καλό της. Με έκπληξη όμως διαπίστωσε ότι κάτω από τα στρώματα ήταν άλλος άνδρας. Με τα νυχτικά της ν΄ ανεμίζουν μέσα στις σταφίδες ή κοπέλα σαν την πέρδικα απομακρύνθηκε και χάθηκε στο σκοτάδι.
Ξαφνιασμένος στο κρεβάτι, ανασηκώθηκε φοβισμένος ο πατέρας του νεαρού που φύλαγε τα χτήματα εκείνη τη νύχτα, μιας και το γιο του τον είχε στείλει εκτάκτως για δύο μέρες στην αδελφή του στην Καλαμάτα. Σταυροκοπιόταν ο άνθρωπος μέχρι το πρωί που ήρθε η οικογένειά του και οι γείτονες χτηματίες. Τους εξιστόρησε το περιστατικό και η εξήγηση γι αυτόν και τους υπόλοιπους ήταν απλή και λογική:
«Νεραϊδικά, ήρθαν στο κρεβάτι μου, νεραϊδικά!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου