Αχάραγο ξεκινήσαμε από την Αθήνα για το χωριό και πριν ξεκολλήσει ο ήλιος από την κορυφή του Ταϋγέτου, σχεδόν ανήλιαγα, είμαστε κιόλας κάτου, στη Μεσσηνία. Μια πιλάλα είναι πια η απόσταση από τον καινούργιο δρόμο. Άσε που έχει διαχωριστικές λουρίδες και δεν κινδυνεύεις να πέσεις σε καμιά γράνα, σε κάνα γούπατο και να γίνεις ένα με τις γκαβαλίνες των προβάτων. Και που να λακάει γλήγορα και το αυτοκίνητό σου. Ούτε να ανακλανιστείς δεν προλαβαίνεις, αμπολάς το γκάζι κι έφτασες στο , στο χωριό μας χωρίς καθόλου ν΄ αποστάσεις.
Μόλις έφτασα στον Άμμο Μεσσηνίας που λέτε, εγώ ο ανεβάσταγος, με έπιασε σκορδοκαϊλα να γυρίσω τα μέρη που πήγαινα κι έπαιζα μικρός. Έβαλα ένα παλιό σκουτί-μπλούζα, ένα αμπέχονο, ένα παλιό μπλουτζίν, κάτι παλιοπάπουτσα που τάχω όταν ξεφρουτσίζουμε και ξεκοτσιαλίζουμε ελιές, μαντάλωσα το ζεμπερέκι στη πόρτα και έγινα άρατος.
Σκαπέτισα κατά του Ρετσίνη τη ράχη, στο νότιο ύψωμα της δεξαμενής. Δυο κατσούλια βατευόντουσαν στην άκρη του δρόμου και μου΄ ρθε στο μυαλό η παροιμία : «Να ΄μουν το Μάη γάιδαρος και γάτος το Γενάρη». Έκοψα ο καψερός ένα πορτοκάλι περνώντας το χέρι μου πάνω από το συρματόπλεγμα της φουρκαδοπερίφραξης, αλλά ήτανε τραπέτσι, σκέτο ξίδι και το πέταξα μη με πιάσει καμιά κολιάνιτσα. Ανέβαινα προς τη δεξαμενή με προσοχή για να μην απιστωμιθώ και με το σούρσιμο φτάσω κάτου, μέχρι του Βούρκου το χτήμα. Τα σφάλαχτρα στο στενό μονοπάτι τρύπαγαν τις κλιτσινάρες μου και αναβάησα λιγουλάκι μήπως και αφορμήσω. Έφτασα τελικά χωρίς ανάκαρα απάνου στη δεξαμενή και ένας αδέσποτος σκύλος αρουλιότανε. Είπα να πάρω ένα σιντράφι, ένα ματσούκι, μια λούρα τέλος πάντων να τον διώξω, αλλά δεν χρειάστηκε. Τον χούγιαξα και έφυγε λακητός κατά τα Ασλαναγαιικα, προς το παλιό σκολιό, στα γύφτικα.
Από εκεί ψηλά αγνάντεψα ούλο το χωριό και ούλη τη γη, τη Μακαρία. Τον Ασλάναγα δίπλα μας, τον Ταϋγετο ανατολικά, το ιταλικό αεροδρόμιο στη Τρίοδο, το Βουρκάνο, το Λυκόδημο, το Νησί, τη Μικρομάνη, την Καλαμάτα, την Άνω Μεσσηνία. Αφού ξαπόστασα λιγουλάκι και τράβηξα κάνα-δυο φωτογραφίες, σκαπέτησα στην κατηφόρα και από τα Καλυβαίικα βγήκα στη ρούγα του Τράφου κι αγνάντεψα τα λιβάδια.
Πισωγύρισα στη μικρή πλατεία και ο παλιός μου συμμαθητής με φώναξε στο καφενείο : «Γιώρη, για κόπιασε κατά δω, έχουμε γουρνοπούλα, σφέλα, καψαλητό ψωμί με φρέσκο λάδι. Να σου βάλω να πιεις, γιατί βλέπω έχεις γκανιάξει από τη δίψα.» Στρογγυλοκάθισα και πρόφτασα και ανεμόχαψα δυο-τρεις μεζέδες, ο δόλιος, γιατί οι μουστρισμένοι βασκαντούρηδες της παρέας, σε λίγο θα έτρωγαν και τη λαδόκολλα!
Το απόγιομα μετά το μεσημεριανό χουζούρι, ξαμπάρωσα τη ξώπορτα, καβάλησα το ποδήλατο και καρέλισα κατά τον Άγιο Τρύφωνα, στις Μαραθιές, στο Νεκροταφείο. Αγκούσεψα στην ανηφόρα, μπήκαν και δυο κατσιμπούλες στα μάτια μου και κατέβηκα από τη σέλα άρον-άρον, γιατί πάρα λίγο να ανασκελωθώ. Στήλωσα το ποδήλατο στην αγκορτσιά και λούτσισα τα μάτια μου με το μπουκάλι το νερό. Έφτασα στο νεκροταφείο, καλησπέρισα τους πεθαμένους συγγενείς και συγχωριανούς. Κολλαταίους, Νινιαίους, Σταθοπλαίους, Τσετσεκαίους, Κοσμοπλαίους, Μανωλοπλαίους, ούλους με την αράδα. Κανείς δεν έλειπε. Χαιρέτισα μπαίνοντας αριστερά τον τάφο με τον Παναγιώτη τον Μποταρέλο, το Νταζέα που ήθελε να τον θάψουν κοντά στο δρόμο, για να βλέπει τους περαστικούς συγχωριανούς όταν πηγαίνουν στον ελαιώνα. Μπα ποκορωσιάσου τι λες, συλλογίστηκα πηγαίνοντας προς το χωνευτήρι. Είδα τα κόκαλα των προγόνων μας στις κασέλες και ήταν ούλοι τους αγκαλιασμένοι, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, άντρες, γυναίκες, νέοι και γέροι. Ου να μου χαθείς σήκω φύγε από δω χάμου Γιώρη, είπα και καβάλησα το ποδήλατο κατηφορίζοντας προς του ποταμιού το δρόμο.
Ολημερίς το έβαλα αμέτι-μοχαμέτι, να γυρίσω ούλες τις ρούγες, τον ελαιώνα, τα λιβάδια και τον Πάμισο. Τι ανεβασταϊλα είναι εφτούνη που μ’ έπιασε δεν ξέρω. Στα χωράφια, ζήλεψα τις πικρόκολες, τους ζοχούς και τα μαλλιαρόχορτα. Τα αγριοσπάραγγα και οι οβριές δεν είχαν βλαστήσει ακόμα. Κρίμα να μην έχω μαζί μου ένα βαγιόλι κι ένα σουγιά να ξεκωλόσω καμιά βρασιά. Κατέβηκα με προσοχή από το πρόχωμα στις Κουλουμπράδες κάτου στο ποτάμι. Πάρα λίγο να ντελελίσω, να ανασκελωθώ και να μπλαμουτσίσω στα κρύα νερά του Παμίσου, ανάμεσα στα μαζιά, στα σφαρδάκλια, στις μπαμπακίνες, στους νερόφιδες και να γίνω σεργούνι τρομάρα μου. Κάθισα λίγο αλάργα από το νερό και σκεφτόμουν τα καλοκαιρινά μπάνια που κάναμε σαν είμαστε κουτσουμπέλια. Εκεί να δεις βουτιές, τρεμοκουκούρισμα στα αχαμνά παϊδια μας, ξεβρακωτίλα και ξυπολυσιά στο ξύλινο γιοφυράκι του Καραμάνου, στις Γανίτσες.
Σίδωσε έβαλε και λίγη πούντα και πίγκωσα λιγουλάκι. Αφού πέταξα δυο σβώλους στο νερό για να δω άμα τσιμπάνε οι τριχαίοι και τα χαμοσούρτια, ανέβηκα στο πρόχωμα. Μπαμπουλώθηκα και με το ποδήλατο μέσα από τις στοές της καλαμιώνας έφτασα στις γραμμές του τρένου, έξω από την ξελότζα με το γραίκι, τα πρόβατα και το τσοπανόσκυλο που με αλύχτισε. Λίγο πιο πάνω πάτησε η ρόδα μου μια βατουριώνα και πάει το λάστιχο, έσκασε. Βλαστήμησα λέγοντας, «μαύρη σου βουή, αρούκατε Γιώρη, τώρα πάρε το ποδήλατο μπορμπόλια, παλιοξεκλιμαντιρισμένε για να μάθεις».
Γύρισα στο χωριό σαν βρεγμένη κατσούλα. Αποχαυρισμένος από την πιλάλα, αλλά χαρούμενος με τα μέρη που αγνάντεψα σιαπάνου και σιακάτου και με τις Μπαλιαγαίικες πολύχρωμες εικόνες και αναμνήσεις. Απόκανα αλλά σε λίγο, έσπασε η μύτη μου από τη μυρουδιά και λάγκεψε το μάτι μου με τις ψημένες χοιρινές πανσέτες που είδα πάνω στη σχάρα και δίπλα το μπουκάλι με το χωριάτικο κρασί. Ρουπώσαμε, τηλωθήκαμε για τα καλά κι αποσπερού. Έτσι είναι στο χωριό μας, ρίχνεις την κρίση στο ποτάμι, τα λίγα φαίνονται πολλά, τσουγκρίζεις το ποτήρι με το φίλο και το συγγενή κι αύριο μέρα ξημερώνει.
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΑΜΙΣΟΣΑπό εκεί ψηλά αγνάντεψα ούλο το χωριό και ούλη τη γη, τη Μακαρία. Τον Ασλάναγα δίπλα μας, τον Ταϋγετο ανατολικά, το ιταλικό αεροδρόμιο στη Τρίοδο, το Βουρκάνο, το Λυκόδημο, το Νησί, τη Μικρομάνη, την Καλαμάτα, την Άνω Μεσσηνία. Αφού ξαπόστασα λιγουλάκι και τράβηξα κάνα-δυο φωτογραφίες, σκαπέτησα στην κατηφόρα και από τα Καλυβαίικα βγήκα στη ρούγα του Τράφου κι αγνάντεψα τα λιβάδια.
Πισωγύρισα στη μικρή πλατεία και ο παλιός μου συμμαθητής με φώναξε στο καφενείο : «Γιώρη, για κόπιασε κατά δω, έχουμε γουρνοπούλα, σφέλα, καψαλητό ψωμί με φρέσκο λάδι. Να σου βάλω να πιεις, γιατί βλέπω έχεις γκανιάξει από τη δίψα.» Στρογγυλοκάθισα και πρόφτασα και ανεμόχαψα δυο-τρεις μεζέδες, ο δόλιος, γιατί οι μουστρισμένοι βασκαντούρηδες της παρέας, σε λίγο θα έτρωγαν και τη λαδόκολλα!
Το απόγιομα μετά το μεσημεριανό χουζούρι, ξαμπάρωσα τη ξώπορτα, καβάλησα το ποδήλατο και καρέλισα κατά τον Άγιο Τρύφωνα, στις Μαραθιές, στο Νεκροταφείο. Αγκούσεψα στην ανηφόρα, μπήκαν και δυο κατσιμπούλες στα μάτια μου και κατέβηκα από τη σέλα άρον-άρον, γιατί πάρα λίγο να ανασκελωθώ. Στήλωσα το ποδήλατο στην αγκορτσιά και λούτσισα τα μάτια μου με το μπουκάλι το νερό. Έφτασα στο νεκροταφείο, καλησπέρισα τους πεθαμένους συγγενείς και συγχωριανούς. Κολλαταίους, Νινιαίους, Σταθοπλαίους, Τσετσεκαίους, Κοσμοπλαίους, Μανωλοπλαίους, ούλους με την αράδα. Κανείς δεν έλειπε. Χαιρέτισα μπαίνοντας αριστερά τον τάφο με τον Παναγιώτη τον Μποταρέλο, το Νταζέα που ήθελε να τον θάψουν κοντά στο δρόμο, για να βλέπει τους περαστικούς συγχωριανούς όταν πηγαίνουν στον ελαιώνα. Μπα ποκορωσιάσου τι λες, συλλογίστηκα πηγαίνοντας προς το χωνευτήρι. Είδα τα κόκαλα των προγόνων μας στις κασέλες και ήταν ούλοι τους αγκαλιασμένοι, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, άντρες, γυναίκες, νέοι και γέροι. Ου να μου χαθείς σήκω φύγε από δω χάμου Γιώρη, είπα και καβάλησα το ποδήλατο κατηφορίζοντας προς του ποταμιού το δρόμο.
Ολημερίς το έβαλα αμέτι-μοχαμέτι, να γυρίσω ούλες τις ρούγες, τον ελαιώνα, τα λιβάδια και τον Πάμισο. Τι ανεβασταϊλα είναι εφτούνη που μ’ έπιασε δεν ξέρω. Στα χωράφια, ζήλεψα τις πικρόκολες, τους ζοχούς και τα μαλλιαρόχορτα. Τα αγριοσπάραγγα και οι οβριές δεν είχαν βλαστήσει ακόμα. Κρίμα να μην έχω μαζί μου ένα βαγιόλι κι ένα σουγιά να ξεκωλόσω καμιά βρασιά. Κατέβηκα με προσοχή από το πρόχωμα στις Κουλουμπράδες κάτου στο ποτάμι. Πάρα λίγο να ντελελίσω, να ανασκελωθώ και να μπλαμουτσίσω στα κρύα νερά του Παμίσου, ανάμεσα στα μαζιά, στα σφαρδάκλια, στις μπαμπακίνες, στους νερόφιδες και να γίνω σεργούνι τρομάρα μου. Κάθισα λίγο αλάργα από το νερό και σκεφτόμουν τα καλοκαιρινά μπάνια που κάναμε σαν είμαστε κουτσουμπέλια. Εκεί να δεις βουτιές, τρεμοκουκούρισμα στα αχαμνά παϊδια μας, ξεβρακωτίλα και ξυπολυσιά στο ξύλινο γιοφυράκι του Καραμάνου, στις Γανίτσες.
Σίδωσε έβαλε και λίγη πούντα και πίγκωσα λιγουλάκι. Αφού πέταξα δυο σβώλους στο νερό για να δω άμα τσιμπάνε οι τριχαίοι και τα χαμοσούρτια, ανέβηκα στο πρόχωμα. Μπαμπουλώθηκα και με το ποδήλατο μέσα από τις στοές της καλαμιώνας έφτασα στις γραμμές του τρένου, έξω από την ξελότζα με το γραίκι, τα πρόβατα και το τσοπανόσκυλο που με αλύχτισε. Λίγο πιο πάνω πάτησε η ρόδα μου μια βατουριώνα και πάει το λάστιχο, έσκασε. Βλαστήμησα λέγοντας, «μαύρη σου βουή, αρούκατε Γιώρη, τώρα πάρε το ποδήλατο μπορμπόλια, παλιοξεκλιμαντιρισμένε για να μάθεις».
Γύρισα στο χωριό σαν βρεγμένη κατσούλα. Αποχαυρισμένος από την πιλάλα, αλλά χαρούμενος με τα μέρη που αγνάντεψα σιαπάνου και σιακάτου και με τις Μπαλιαγαίικες πολύχρωμες εικόνες και αναμνήσεις. Απόκανα αλλά σε λίγο, έσπασε η μύτη μου από τη μυρουδιά και λάγκεψε το μάτι μου με τις ψημένες χοιρινές πανσέτες που είδα πάνω στη σχάρα και δίπλα το μπουκάλι με το χωριάτικο κρασί. Ρουπώσαμε, τηλωθήκαμε για τα καλά κι αποσπερού. Έτσι είναι στο χωριό μας, ρίχνεις την κρίση στο ποτάμι, τα λίγα φαίνονται πολλά, τσουγκρίζεις το ποτήρι με το φίλο και το συγγενή κι αύριο μέρα ξημερώνει.
Η ΓΟΥΡΝΟΠΟΥΛΑ
Η ΠΑΡΕΑ.
Υ.Γ. Στο κείμενο χρησιμοποιήθηκαν λέξεις από την μεσσηνιακή «ντοπιολαλιά»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου