Ο παππούς Θανάσης έτρωγε λιτά και νωρίς με το σούρουπο. Συνήθεια χρόνων την εποχή του λυχναριού και της λάμπας, μετά είχε καφενείο και τα... συναφή. Το αυτό απλά και λιτά καθόσον εκείνα τα χρόνια μετράγανε και τη δεκάρα. Η γιαγιά Νίκη (από το Ανδρονίκη, μητριά της μάνας μου από τα μικρά της χρόνια) αφού είχε φροντίσει για τους άλλους, μερικές φορές έμενε μόνη της σε εκείνη την τραπεζαρία που χωρούσε ολόκληρη την οικογένεια. Μου έκανε εντύπωση μερικές βραδιές του καλοκαιριού το φαγητό της: Αντράκλα με αλάτι, ξύδι και λίγο λάδι, ψωμί και λίγο τυρί από το δικό της. Τότε δεν ψώνιζες αβέρτα από το... σούπερ μάρκετ και τη λαϊκή ντομάτες, αν είχε το μποστάνι έτρωγες, διαφορετικά θα έπρεπε να επινοήσεις για να στυλωθείς. Και μετά στο καφενείο... γυναικών, στη ρούγα με έδρα την εξώπορτα του θείου Χαρλάμη και οικοδεσπότισα τη θεία Διαμάντω, Μαζεύονταν όλες οι γυναίκες της γειτονιάς, συγγένισσες... διαφόρων βαθμών.
Το κουτσομπολιό πήγαινε σύννεφο, γλώσσα... αριστοφανική. Αμα δεν λέγανε για φαντάσματα, διώχνανε τους μικρότερους. Ετσι απλά και λιτά κύλαγε η ζωή. Εκ των ενόντων, με ό, τι μπορούσε να παράγει ο καθένας ή να τον φιλέψει ο συγγενής και ο γείτονας. Σύνηθες και αγαπημένο φαγητό οι κολοκυθοανθοί, με την κοπριά ο κήπος ήταν γεμάτος. Γεμιστοί με ρυζάκι και λίγα μυρουδικά, στο φαρδύ τσουκάλι πάνω από τα ξυλαράκια που τοποθετούσε στον πάτο για να μην κολλήσουν. Ερχόταν και μέλωνε με τη σιγανή φωτιά και το χρόνο την εποχή που η αργή ταχύτητα είχε τη δική της μαγεία. Και τα γεμιστά στο τσουκάλι, μόνον αν είχε ανάψει φούρνος για ψωμιά μπορούσε να βάλει η γιαγιά και κανένα ταψί. Αλλες εποχές άλλες τεχνικές, προσωπικά είναι οπαδός των γεμιστών στην κατσαρόλα (νταβά), θεωρώ ότι απογειώνει το καλοκαιρινό φαγητό. Είτε γεμιστά είναι, είτε... μαγέρεμα. Δηλαδή εκείνο που λένε σήμερα "τουρλού" σε όλες τις εκδοχές από την άποψη του περιεχομένου. Οι κολοκυθοκορφάδες... γραμμή καθόσον με το ακατάπαυστο πότισμα θέριευαν τα φυτά. Λίγη ντομάτα, λάδι στο... κολύμπι (όταν υπήρχε) και τα υπόλοιπα γνωστά. Οπως τα πράσινα φασολάκια, μπαρμπούνια, τσαουλιά, πηχιάρικα και πάει λέγοντας: Μπόλικο λάδι, ξερό κρεμμύδι, πιπέρι, τσιγάρισμα, ντομάτα, σιγοβράσιμο. Φυσικά δεν έλειπαν τα ζυμαρικά ιδιοπαραγωγής: Χυλοπίτες μαγερεμένες με όλους τους τρόπους, ξυνός τραχανάς αλλά και μακαρόνια χειροποίητα που έφτιαχνε πάντα η γιαγιά στις αποκριές όταν τα είχαν εκτοπίσει αυτά της βιομηχανίας.Θα μου πείτε τώρα με το... κρέας τι γινόταν. Για μεγάλο ζώο δεν το συζητάμε, ποιός να σφάξει μοσχάρι στο χωριό και που να βάλει εκείνο που περισσεύει... προ εξηλεκτρισμού. Αρνοκάτσικα στις μεγάλες γιορτές που μαζευτόταν κόσμος και μπορούσαν να φαγωθούν στην καθισιά ή διαμοιρασμένα. Μαγερευτά στο τσουκάλι, σπανίως στο φούρνο. Και εννοείται ότι η κατανάλωση ήταν με μέτρο, δεν... έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα άλλωστε. Το γουρούνι σχεδόν αποκλειστικά στις αποκριές. Πανηγύρι στα γειτονικά-συγγενικά σπίτια, ο παππούς με τη γιαγιά μόνοι τους ήταν, τι να το κάνουν ένα γουρούνι παστωμένο. Κορυφή του πανηγυριού η... οματιά, το έντερο με το βρασμένο σιτάρι και τα μυρουδικά, είναι από αυτά που... ζητιανεύω όταν έρχεται ο καιρός τους. Ως εκ τούτου έμεναν τα... κοκκόρια για κατανάλωση όταν μαζευόταν η οικογένεια, άντε να περίσσευε και καμία μερίδα να την έτρωγε κάποιος αργότερα. Κυρίως με μακαρόνι ως καπαμάς, αλλά εκείνο που κυνηγούσαμε ήταν ψητό με μπόλικο λάδι στο τσουκάλι, να έχει "αρπάξει" στο τσιγάρισμα και στη συνέχεια λεμονάτο με πατάτες. Εννοείται αριά και που, δεν υπήρχαν και... κοπάδια. Για μικρή χρήση υπήρχαν και τα... πιτσούνια. Ετρεφε ο μπάρμπα Χαρλάμης περιστέρια (θυμάμαι τους γκαζοντενεκέδες που έκαναν φωλιά) και έδινε κανένα πιτσούνι στη γιαγιά, συνήθως τα έκανε με ρύζι κοκκινιστό αυγολέμονο. Αποθέωση, στα νεότερα χρόνια κορυφή αυτός ο τρόπος με κατσικάκι. Φίλεμα κανένα κουνέλι από γειτόνους-συγγενείς, πήγαινε κλασσικά για στιφάδο... δεν ήταν και η καλύτερή μου!
Το χειμώνα οι τσίχλες με όλες τις παραλλαγές που ανέφερα μέχρι τώρα. Δεν κυνηγούσε ο παππούς, αλλά το χτήμα είχε γειτονία με το ρέμα και το ποτάμι, είχε ελιές, κυνηγότοπος. Με τον παλιό τρόπο του ανθρώπου-κυνηγού από την αρχαιότητα, που προσπαθούσε για τα προς το ζην. Κάποιος ερχόταν σε συμφωνία, έβαζε τα αγκίστρια και ο παππούς έπαιρνε ποσοστό. Πήγαινε το πρωί στο χτήμα, μέτραγε τα αγκιστρωμένα, έπαιρνε τα ολίγα που του αναλογούσαν και άφηνε τα άλλα για τον... αγκιστρολόγο. Πάντα σε εποχές που το κυνήγι ήταν στοιχείο επιβίωσης και όχι επίδειξη καταναλωτισμού και εμπόριο.
Για τυρί και γιαούρτι η γιαγιά είχε την κατσίκα, την προβατίνα και από πίσω τα... μαρτίνια της. Τη θυμάμαι ακόμη να πήζει τυρί, μυτζήθρες και γιαούρτι. Θυμάμαι και τα στρογγυλά κουτάκια από τις πυτιές. Με το τυρί και τη μυτζήθρα το είχα. Με το γάλα και το γιαούρτι καθόλου. Βλέπετε είχαμε μπει στη "βιομηχανική" εποχή. Γάλα το σακχαρούχο και γιαούρτι ξυνό με πέτσα. Σακχαρούχο είχαν όλα τα μπακάλικα, για τη γιαούρτι πέρναγε μερικές φορές ο γιαουρτάς. Το γάλα ως πρωινό σκέτο ή με κακάο (ή σκέτο κακάο), αλλά και ως... γλύκισμα. Μια φέτα ψωμί από εκείνο που έκανε η γιαγιά στο φούρνο, σφιχτό και πεντανόστιμο, απλωμένο σακχαρούχο πάνω, ζούλαγες τη φέτα και... ανέβαινες ταχύτητες γεύσης. Εναλλακτικά το πιο δυνατό: Φέτα με λάδι και από πάνω ζάχαρη. Το χλαπάκιαζες χωρίς ανάσα και επειδή το λάδι και η ζάχαρη είχαν ένα κόστος, σου έλεγαν ότι δεν κάνει να τρως πολύ γιατί θα βγάλεις τη... χρυσή. Μια άλλη εκδοχή η φέτα με τον πελτέ, δεν ήταν στο... γευστικό μου πεδίο γιατί και ο πελτές ήταν ελάχιστος. Σε αντίθεση με γείτονες συγγενείς με σχετικά μεγάλους κήπους που κρέμαγαν τα μαξιλάρια με τον πολτό και... ξύνιζε η ατμόσφαιρα σε ακτίνα δεκάδων μέτρων ενώ κατέφθαναν σμήνη από μύγες. Επιστροφή στο πρωινό των ειδικών αναγκών και των νηστειών, χαμομήλι και φασκόμηλο αυτοφυή αποξηραμένα, ποτέ δεν έλειπαν από το φτωχικό του χωριού. Οσο για το γιαούρτι, δεν το αποχωριζόμουν με τίποτε. "Θα μου δώσεις και μένα λίγο;" έλεγε για να με πειράξει η γιαγιά και απαντούσα "αν περισσέψει". Συνέβαινε και αυτό καμιά φορά.
Και τα αυγά στην ημερήσια διάταξη όταν... τόχαν οι κότες: Βραστά, τηγανητά, καγιανάς, πάνω στα μακαρόνια αλλά και μπλουμ (ποσέ το λένε σήμερα) για να μαλακώνει το στομάχι και να... ρουπώνει με μπουκιές.
Η βιομηχανία όμως σιγά-σιγά έμπαινε στο χωριό. Καλαμαράκια "πορτόλες" στις νηστείες, σαρδέλες "ραμόνες" με ή άνευ σάλτσας που... γλύφαμε και τα σαρδελοκούτια. Τότε άρχισε και η ρύπανση, τα κουριά δεν μπόρούσαν να καταναλωθούν και δίπλα στο ποτάμι είχε σχηματισθεί μια πρόχειρη χωματερή που στη συνέχεια εμπλουτίσθηκε με προϊόντα του... πολιτισμού.
Υπήρχαν βεβαίως και τα παραδοσιακά παστά της αλιευτικής βιομηχανίας: Μπακαλιάρος, σαρδέλες, ρέγγες. Για νηστείες (μπακαλιάρος), συνοδευτικά τα άλλα και ορισμένες φορές με ειδική επεξεργασία. Θυμάμαι τον παππού όταν φύτευε τα γροθάρια για να πυκνώσει τον ελαιώνα στο παλιό σιταροχώραφο που είχε αντικαταστήσει μέρος της σταφίδας στην κατοχή για λόγους επιβίωσης. Εκεί είδα για πρώτη φορά να καψαλίζει το ρέγγο στην εφημερίδα, λύσσα το αποτέλεσμα αλλά με τον ιδρώτα που έβγαινε το αλάτι χρειαζόταν... αντικατάσταση. Και ο καψαλισμένος ρέγγος ζήταγε κρασί για να... κολυμπήσει και το κρασί έδινε ενέργεια για το σκάψιμο. Αργότερα στο σχολείο οι "αρχαίοι" που πήγαιναν από αγγαρεία, έψηναν ρέγγκους στο τελευταίο θρανίο. Στα φοιτητικά χρόνια ήταν... δομικό στοιχείο χαβαλέ στα τσοντάδικα. Και η τελευταία θύμηση ο πεθερός μου που τον έψηνε στην ταράτσα του διαμερίσματος για να μην μυρίσουν το διαμέρισμα και η... πολυκατοικία.
Και από γλυκά; Εκτός από τα "αυτοσχέδια" με το ψωμί, είχαμε και τη βιοτεχνία. Λουκούμια στο ξύλινο κασελάκι με διάφορα αρώματα, με ή χωρίς αμύγδαλο, τίναζε ο Νίκος του Κουτσού τη λουκουμόσκονη πριν το βάλει στο πιατελάκι. Και "γλυκά κουταλιού", κομπόστες στη ντοπιολαλιά αλλά σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται για τις "νεροκομπόστες". Προτίμηση στο κεράσι και βύσσινο που δεν έφτιαχναν στα σπίτια και τη... μπλεζονιά, δηλαδή το καρπούζι. Τότε ήταν χροντρόφλουδο το μαύρο καρπούζι και γινόταν ένα ξεχωριστό γλυκό. Κάποιες φορές υπήρχε και νερατζάκι (φλούδα ή ολόκληρο) και περιγαμόντο. Εκεί γινόταν χαμός όταν το επέτρεπαν τα οικονομικά και η συχνότητα στην κατανάλωση. Ολα είχαν τον καιρό τους.
Μικρή περιήγηση στο περβόλι των γεύσεων και των αναμνήσεων. Πως μπορείς άλλωστε να τα ξεχωρίσεις;
[Στη φωτογραφία η γιαγιά με την κατσίκα της στα μέσα της δεκαετίας του 1970, δίπλα η αδερφή μου και πιο πέρα Ο Γιώργος, ένας φίλος... φίλων που βρίσκεται στη Γερμανία και διέσωσε την εικόνα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου