Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ

Α.ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ


      Πρόκειται για αρχαίο ναΰδριο που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα περίπου νοτίως της μονής Γαρδικίου, στη δεξιά όχθη της κοίτης του χειμάρρου της Θουρίας, που φέρει το όνομα «Ξερίλας». Είναι κτισμένο  μέσα σε  σπηλιά, στην κοψιά πελώριου φυσικού βράχου, τμήμα του οποίου είναι και η λίθινη οροφή του. Τιμάται επ’ ονόματι των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού.
      Σύμφωνα με δύο Πατριαρχικά σιγίλια, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθούμε στη συνέχεια, το ναΰδριο αυτό υπήρξε μετοχικό παρεκκλήσιο της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Μαρδακίου, η οποία, ήδη από το 1501, ήταν μετόχι της Ιεράς Μονής Βελανιδιάς. Κατά το έτος 1895, η Μονή Μαρδακίου είχε ενωθεί με την, από πολλά χρόνια, διαλυμένη Μονή Γαρδικίου, για την οποία κάναμε λόγο προηγουμένως.

Β. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ

  Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο επισκέπτης-προσκυνητής, ο κατασκευαστής του ναϋδρίου, φιλοδοξώντας να διευθετήσει κατά τρόπο λειτουργικό τον εσωτερικό του χώρο, προσάρμοσε το ευκτήριο στο σχήμα του ανοίγματος του φυσικού βράχου.
Στο  βάθος δεξιά, από την πλευρά του θεατή, διαμόρφωσε το Ιερό Βήμα, το οποίο ξεχώρισε από τον υπόλοιπο ναό με χτιστό ιστορημένο τέμπλο. Ο τρόπος αυτός κατασκευής είναι, από παλιά, γνωστός και συνήθης παντού στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο και στη Μεσσηνία που, εν προκειμένω, μας απασχολεί .

 Στο μέσο του Ιερού Βήματος χτίστηκε η ημικυκλική Αγία Τράπεζα με την κάθετη πλευρά της να εφάπτεται στην Ανατολική πλευρά του ναϋδρίου, που δεν είναι παρά μέρος της εσοχής του μεγάλου βράχου. Στην αριστερή πλευρά κατασκευάστηκε η πρόθεση κάτω από την οποία, στο εξωτερικό μέρος του τοίχου, διακρίνεται μικρός τυμβοειδής χώρος εντός του οποίου έχουν εντοιχισθεί οστά μοναχών. Φαίνεται ότι, κάποιοι από τους μοναχούς που εγκαταβίωσαν παλαιότερα στο ασκητήριο, μετά την κοίμησή τους, ενταφιάστηκαν, όχι μακριά από το ναΐσκο και, μετά την εκταφή τους, τα λείψανά τους τοποθετήθηκαν στο συγκεκριμένο χώρο.



Γ. Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ

    Όλες οι πλευρές του μικρού σπηλαίου καλύφθηκαν με κονίαμα και στη συνέχεια ζωγραφίστηκαν. Οι περισσότερες από τις τοιχογραφίες του ναϋδρίου των αγίων Αναργύρων έχουν εντελώς καταστραφεί. Οι κάτοικοι, αγνοώντας την καλλιτεχνική τους αξία, τις επέχρισαν με ασβέστη, με την ιδέα ότι διατηρούν το ναΐσκο καθαρό. Αλλά και όσες, λόγω του ύψους τους, διέφυγαν την επίχριση, έχουν υποστεί από το χρόνο μεγάλη καταστροφή και είναι δυσδιάκριτες. Οι λιγοστές που έχουν διασωθεί, όπως ήδη αναφέραμε, βρίσκονται στο τέμπλο του και είναι κι’ αυτές μισοκατεστραμμένες. Αυτός είναι και ο λόγος που η μελέτη τους, ακόμη και η φωτογράφησή τους είναι προβληματική. Συγκεκριμένα, στην ψηλότερη ζώνη του, έχει διατηρηθεί ένα Αποστολάτο με κέντρο τη Μεγάλη Δέηση και αποκάτω τον Πρόδρομο και τον Απόστολο Πέτρο. Η ζώνη αυτή, από το επάνω μέρος της, περικλείεται-περιορίζεται από τρίχρωμη κυματοειδή διακοσμητική ταινία και από το κάτω από τη συνήθη μεγαλογράμματη επιγραφή «Το στερέωμα των επί σοί πεποιθότων· στερέωσον Κύριε την Εκκλησίαν ήν εκτίσω τω τιμίω σου αίματι». Στο μέσον της Δέησης, ο Χριστός παρίσταται καταπρόσωπο, κρατώντας το ευαγγέλιο και ευλογώντας. Αριστερά του βρίσκεται η Παναγία και δεξιά του ο Πρόδρομος, σχεδιασμένοι στη γνωστή στάση της Δεήσεως (λατρευτική). 

 Και από τις δυο πλευρές, υπάρχουν ιστορημένοι οκτώ απόστολοι και τέσσερις ευαγγελιστές, χωρίς αλληλουχία μεταξύ τους (ανακατεμένοι). Όλοι τους, κρατούν στο ένα χέρι τους  κλειστά ειλητάρια και με το άλλο, προτεταμένο στο στήθος τους, ευλογούν. Είναι δε, από αριστερά, όπως βλέπει ο προσκυνητής- θεατής, οι εξής:Θωμάς, Βαρθολομαίος, Ανδρέας, Μάρκος, Ιωάννης ο Θεολόγος, Πέτρος, Παύλος, Ματθαίος, Λουκάς, Σίμων, Ιάκωβος και Φίλιππος.

Από κάτω εικονίζονται ολόσωμοι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο απόστολος Πέτρος. Ο πρώτος αντιγράφοντας τον συνήθη εικονογραφικό τύπο, είναι  πτερωτός και στραμμένος προς τα αριστερά κατά τρία τέταρτα (3/4). Με το δεξί του χέρι δείχνει  τον Αμνό του Θεού, ενώ  με το αριστερό του κρατάει Σταυρό και ειλητάριο με τη ρήση«Μετανοείτε, ήγγικε γάρ η Βασιλεία των ουρανών». Αντίθετα, ο απόστολος Πέτρος προβάλλει κατά μέτωπο κρατώντας τις επιστολές και ευλογώντας. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και η όλη εκτέλεση της κεφαλής του, αλλά και οι πτυχές των ενδυμάτων του, είναι σχεδιασμένα με αρκετή επιτυχία.  
Ανάλογα  μπορούμε να πούμε και για τα πρόσωπα και τα ενδύματα και των άλλων εικονιζόμενων και κυρίως, για τον Άγιο Ανδρέα και τον Ιωάννη το Θεολόγο
Συμπερασματικά, η ποιότητα της τέχνης του ναϋδρίου των Αγίων Αναργύρων δείχνει ότι ο αγιογράφος που εργάστηκε σ’ αυτό ήταν προσεκτικός και με ιδιαίτερη ικανότητα.
      Οι τοιχογραφίες του  προσδιορίζονται  χρονικά  στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και έχουν, πιθανότατα, ιστορηθεί από τους Ναυπλιώτες αγιογράφους αδελφούς Μόσχους, Γεώργιο και Δημήτριο ή έστω, από  κάποιον  μαθητή τους, που ακολουθούσε την Κρητική τεχνοτροπία, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τα Παλαιολόγια πρότυπα.  Αν λάβουμε υπόψη μας ότι κατά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα, όταν οι αδελφοί Μόσχοι   αγιογράφησαν  το καθολικό των μονών Κούμπαρη  (1602), του Προδρόμου στη Ζάκυνθο (1606) και του  Βουλκάνου (1608), στην περιοχή μας (Μεσσηνία), ήταν, όπως αποκαλύπτουν τα έργα τους, ώριμοι καλλιτέχνες και  γνώριζαν  πολύ καλά την τεχνική και τον πλούτο της εικονογραφίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να γεννήθηκαν στη δεκαετία  1570-1580.
     Αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι υπήρξαν μαθητές κάποιου από τους διαδόχους του  μεγάλου δασκάλου της Αγιογραφίας, της Κρητικής Σχολής Θεοφάνη του Κρητός, που είχαν πια  πεθάνει. Ήταν δε, για την εποχή τους, ζωγράφοι αξιολογότατοι και δικαίως είχαν προτιμηθεί να διακοσμήσουν σημαντικό αριθμό Εκκλησιών σε διάφορα μέρη της Ελληνικής επικράτειας και ιδιαίτερα της Μεσσηνίας και της Λακωνίας.
     Στην ανατολική πλευρά του σπηλαίου σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπάρχει άλλο ένα μικρό Ιερό Βήμα στο μέσο του οποίου υπάρχει και πάλι κτιστή Αγία Τράπεζα, αλλά, δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε σε ποιον Άγιο ήταν αφιερωμένο το παρεκκλήσιο. 

Σύμφωνα με προφορική  παράδοση, που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας,  στο σπηλαιώδες ναΰδριο υπήρχε και η προ αιώνων ιστορηθείσα εικόνα των θαυματουργών Αγίων. Την ημέρα της μνήμης τους, κατά θεία σύμπτωση, «άμα τη ενάρξει της θείας λειτουργίας και μέχρι τέλους αυτής», από τη στέγη του ναϋδρίου έπεφταν σταγόνες νερού. Το νερό αυτό το  συγκέντρωναν οι πιστοί σε  δοχεία και το χρησιμοποιούσαν για θεραπεία διαφόρων ασθενειών, κυρίως των ματιών.   




Δ. ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΝΑΥΔΡΙΟ

       Σε μικρή απόσταση, βορείως  του  ναϋδρίου των Αγίων Αναργύρων, βρίσκονται τα ερείπια και  άλλου σπηλαιώδους ναΐσκου, του  οποίου  η λίθινη οροφή έχει  καταρρεύσει προ πολλού, λόγω των σεισμών και των κατολισθήσεων, αφήνοντας μικρή απόσταση από την επιφάνεια του  χωμάτινου δαπέδου του  σπηλαίου.
 Η βόρεια πλευρά της  ακουμπάει σε πέτρινο μισογκρεμισμένο τοίχο, ενώ το μικρό άνοιγμα που υπάρχει  στη νότια πλευρά καλύπτεται από πυκνούς θάμνους.  Ένα μικρό άνοιγμα, στη Δυτική πλευρά του σπηλαίου, χρησιμεύει ως είσοδος στο εσωτερικό του. Εκεί υπάρχει ελεύθερος χώρος  ολίγων τετραγωνικών μέτρων, ο οποίος, όπως δείχνει μια κατεστραμμένη τοιχογραφία, στη δεξιά πλευρά της τεχνητής  εισόδου, είναι τμήμα της κόγχης του Ιερού Βήματος. Για το ναΐσκο αυτό δεν έχουμε καμιά πληροφορία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να γράψουμε  περισσότερα. 


Ε. Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ

     Στις αρχές του εικοστού αιώνα (1901), όπως μας πληροφορεί η Καλαματιανή εφημερίδα «Αλήθεια», στο αρχαίο αυτό ασκητήριο των Αγίων Αναργύρων, εγκαταβιούσε κάποιος μοναχός ονόματι Ιωακείμ. Ο μοναχός αυτός, παράλληλα με την άσκηση στην οποία καταγινόταν, φρόντισε να   ανοιχτεί το μονοπάτι που, μέσα από την πυκνή βλάστηση και την πολυμορφία των φυτών, οδηγούσε από τη Θουρία στις υπώρειες του λόφου στον οποίο βρίσκεται το εξωκκλήσιο. Ο ίδιος φρόντισε, επίσης να συγκεντρώσει, στο χώρο πλησίον του μικρού ναού, άφθονα  και καθαρά νερά, τα οποία χρησίμευαν για την ύδρευση των μοναχών, που, κατά καιρούς, διέμεναν  στο ασκητήριο και την  καλλιέργεια των απαραίτητων, για τη συντήρησή τους,  κηπευτικών. Έσβηναν, επίσης, τη δίψα των καλλιεργητών των κτημάτων της γύρω περιοχής, των περαστικών, και προπάντων των προσκυνητών  την ημέρα της γιορτής. Τα νερά αυτά, στο τέλος του αιώνα και πριν από τη διάνοιξη της γεώτρησης, στο έμπα του πάνω χωριού, σε μικρή απόσταση από το κεντρικό Μοναστήρι του Προδρόμου, οι υπεύθυνοι της κοινότητας αποφάσισαν  να τα εκτρέψουν και να τα συγκεντρώσουν σε άλλο σημείο, προκειμένου να υδροδοτήσουν το χωριό. 

ΣΤ. Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

  Κάθε χρόνο, την  παραμονή της γιορτής, τελείται, με μεγάλη  κατάνυξη και  ευλάβεια, από τους πατέρες της μονής Βουλκάνου, η ακολουθία του εσπερινού, κατά την οποία γίνεται και αρτοκλασία. Την επομένη, (1η Ιουλίου), ημέρα της μνήμης των θαυματουργών Αγίων, τελείται η καθιερωμένη θεία λειτουργία. Το μικρό πανηγύρι, που γινόταν παλιότερα  στον περίβολο του ναϋδρίου, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, έχει εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτό που δεν έχει αλλάξει και παραμένει μέχρι τις μέρες μας είναι η πώληση ενός ξεχωριστού και μερακλήδικου μεζέ, που δεν είναι άλλος από την  καλοψημένη και νόστιμη γουρουνοπούλα. Και τις δύο αυτές  ημέρες, εκτός από τους ντόπιους, συρρέουν στο γραφικό ξωκλήσι πολλοί  προσκυνητές  και από όμορα χωριά.  Οδηγεί τα βήματά τους ως εκεί, η άσβεστη φλόγα της βαθιάς πίστης τους και η έντονη επιθυμία τους  να απονείμουν την πρέπουσα τιμή  στους αγαπημένους τους  αγίους και να εκπληρώσουν το τάμα τους.


     Την ευθύνη για την προετοιμασία της γιορτής,  τον ευπρεπισμό του  ναού και του χώρου, είχε, για πολλά χρόνια, ο εκάστοτε εφημέριος της Υπαπαντής του Σωτήρος Αμφείας. Τα τελευταία, πάντως  χρόνια, η σχετική φροντίδα έχει ανατεθεί, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Μεσσηνίας κυρό Χρυσόστομο, στους μοναχούς της Ιεράς Μονής Βουλκάνου, στην ποία ανήκει το ασκητήριο από την εποχή που έπαψε να λειτουργεί το Μοναστήρι. Στους ίδιους έχει εκχωρηθεί και το δικαίωμα παραλαβής και αξιοποίησης των εισπράξεων των ημερών και των κάθε είδους προσφορών εκ μέρους των προσκυνητών.
     Δυστυχώς, το αρχαίο και ωραίο αυτό μνημείο της μεγάλης ανθρώπινης πίστης και της αφιέρωσης, τα τελευταία χρόνια, έχει εντελώς εγκαταλειφθεί. Οι εξωτερικοί τοίχοι του είναι ετοιμόρροποι και το εσωτερικό του, ιδιαίτερα, τους χειμερινούς μήνες, πλημμυρίζει από τα νερά της βροχής. Η τοπική εκκλησία, δηλαδή, το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής Βουλκάνου, στην οποία ανήκει το ασκητήριο, αλλά και η Πολιτεία δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για τη συντήρησή του. Η αρχαιολογική υπηρεσία, που θα μπορούσε να κάνει κάποιες σωτήριες παρεμβάσεις, φαίνεται να αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή του.
      Η πρόσβαση στο ναΰδριο γίνεται μέσω ενός υποτυπώδους αγροτικού  χωματόδρομου, που καταλήγει σε μικρής έκτασης κοινόχρηστο χώρο, κατάλληλα διαμορφωμένο, για να μπορούν να σταθμεύουν τα αυτοκίνητα των προσκυνητών,  τη μέρα της γιορτής.  Ο δρόμος αυτός, γίνεται, σχεδόν αδιάβατος, ακόμη και από πεζούς, εξαιτίας των καταστροφικών διαβρώσεων που προκαλούν οι απότομες βροχοπτώσεις. Γι αυτό και, κάθε χρόνο, λίγες μέρες πριν από τη γιορτή, οι υπεύθυνοι της τοπικής κοινότητας τον επισκευάζουν στοιχειωδώς, προκειμένου να διευκολύνουν τους προσκυνητές. Δυστυχώς, όμως, μέχρι σήμερα κανένας από τους εμπλεκόμενους δεν φρόντισε να δώσει μόνιμη λύση στο πρόβλημα. 

Ζ. ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΑΣΦΑΛΕΣ  ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΜΑΣ.

    Στο σημείο αυτό ας σημειωθεί ότι, στην λαίλαπα του Β’ παγκοσμίου πολέμου και της ξενικής κατοχής, οι συγχωριανοί μας ζήτησαν αρκετές φορές καταφύγιο στη σπηλιά που είναι κτισμένο το εξωκκλήσιο. Σ’ αυτό βοηθούσε η χωρητικότητά της, κυρίως, όμως η θέση της, μια και ήταν προφυλαγμένη από πυκνή βλάστηση και δύσκολα προσβάσιμη, καθότι μακριά από το δρόμο που οδηγούσε τότε στο χωριό. Κατέφευγαν, λοιπόν, εκεί είτε για να προφυλαχθούν από τους συχνούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς είτε, για να  μη συλληφθούν, κατά τις συχνές εξορμήσεις των αρχών κατοχής και των  ντόπιων συνεργατών τους στο χωριό. Το ίδιο γινόταν και μετά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από τις κατεχόμενες περιοχές της χώρας, κατά την επακολουθήσασα εμφύλια σύρραξη, τώρα πια, για να αποφύγουν, πρωτίστως, τις παράπλευρες απώλειες από τις φονικές μάχες και τα διάφορα αντίποινα ανάμεσα σε Έλληνες: στους αντάρτες και τους ταγματασφαλίτες.          
     Ο πατέρας μου περιέγραφε, με τα μελανότερα χρώματα, τη συγκλονιστική εμπειρία του από τον τεράστιο κίνδυνο που διέτρεξε η οικογένειά μας, μαζί τους και πολλοί συγχωριανοί μας, κυρίως γυναικόπαιδα, την Άνοιξη του 1947. Τότε, Το επίμονο και διαπεραστικό κλάμα της νεογέννητης  αδερφής μου Ειρήνης (το όνομά της ήταν  τάμα και ευχή  για ειρήνευση), επειδή το γάλα της μητέρας μας δεν επαρκούσε, παραλίγο να γίνει αφορμή να τους αντιληφθούν οι ακροβολισμένοι στους γύρω λόφους αντάρτες, με απρόβλεπτες για όλους συνέπειες.
       Έλεγε, επίσης, ότι στη σπηλιά αυτή, εύρισκε καταφύγιο και ο περίφημος για την ιδιορρυθμία του και μοναχικός Χαραλάμ(π)ης, από το Δυρράχι της Αρκαδίας, ο οποίος, συχνά κοιμόταν εκεί, άναβε τα καντήλια και φρόντιζε το ναΰδριο. Ανισόρροπος και τρελός  για  κάποιους ντόπιους· «δια Χριστόν» σαλός για τους πιστούς του πάτριου ημερολογίου, ο Χαραλάμ(π)ης, τριγυρνούσε στην Καλαμάτα  και τα γύρω χωριά, ξυπόλητος και ρακένδυτος και ζητιάνευε. Συγκέντρωνε τρόφιμα, κυρίως, απ’ όσους  είχαν «τον τρόπο» τους, για να τα μοιράσει στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς να κρατάει κάτι  για τον εαυτό του.
      Ανάμεσα στα πολλά και θαυμαστά που διηγούνται για το Χαραλάμ(π)η οι συμπατριώτες μας, είναι και η παροιμιώδης αφοβία του. Κάθε φορά που οι κατακτητές επέβαλαν αυστηρή απαγόρευση της κυκλοφορίας και οι πάντες  κλείνονταν στα σπίτια τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στους δρόμους ψυχή ζώσα, εκείνος, κυκλοφορούσε νυχθημερόν ολομόναχος, αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Λένε, μάλιστα, ότι  κάποια νύχτα, πέρασε μέσα από τον εχθρικό ναζιστικό καταυλισμό και παρά τους συνεχείς πυροβολισμούς των φρουρών, δεν έπαθε το παραμικρό.  
       Κάποια νύχτα πάλι, που ο πατέρας μου έβοσκε το κοπάδι του σε κτήματα  κοντά στη σπηλιά (νυχτοσκάρισμα), ο Χαραλάμ(π)ης εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του. Τον είδε να βγαίνει από το ξωκλήσι συνεπαρμένος και ψάλλοντας. Κι’ αφού του είπε αμέσως το όνομά του, για να μην  φοβηθεί, του ζήτησε, με μεγάλη ηρεμία και φυσικότητα, να γράψει τα ονόματα των προβάτων του σε κατάστιχο, λες και επρόκειτο για ανθρώπους, και να του το δώσει, για να τα στείλει στα Ιεροσόλυμα, προκειμένου να τα μνημονεύουν, αλλά και, για να τα μνημονεύει ο ίδιος  στην προσευχή του. 

Η.  ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ

       Η Ιερά Μονή Μαρδακίου, αλλά και το παρεκκλήσιο των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, όπως ήδη αναφέραμε είχαν  εξοπλιστεί  με δύο Πατριαρχικά σιγίλια. Γράμματα, δηλαδή Πατριαρχικά που τους εξασφάλιζαν κάποια ιδιαίτερα προνόμια και ήταν σφραγισμένα με ειδική σφραγίδα. (Η λέξη σιγίλιο προέρχεται από το Λατινικόsigillium= σφραγίδα, ιδ. Εκκλησιαστικής αρχής και συνεκδοχικά εκκλησιαστικό έγγραφο με τη σφραγίδα αυτή). Το ένα σιγίλιο στάλθηκε, το Δεκέμβριο του 1702, από τον Πατριάρχη Γαβριήλ Γ’ (1702-1707) και το άλλο από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, το Μάρτιο του 1798.
     Αναζητώντας τα κοινά σημεία των δύο σιγιλίων, διαπιστώνουμε ότι το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων Γαρδικίου χαρακτηριζόταν, και από τους δύο Πατριάρχες, ως  πατριαρχικό και σταυροπηγιακό. Απολάμβανε, ως εκ τούτου, όπως και το μετόχι της Μονής Μαρδακίου στην οποία ανήκε, ιδιαίτερα προνόμια. Συγκεκριμένα, όσα περιουσιακά στοιχεία είχε αποκτήσει μέχρι τότε (κτήματα, πράγματα, αφιερώματα) κινητά και ακίνητα, αλλά και όσα θα αποκτούσε στο μέλλον, θεωρούνταν αδούλωτα και απαραβίαστα και απαλλάσσονταν από οποιαδήποτε φορολογία.
      Η μόνη υποχρέωση που αναλάμβαναν οι  πατέρες που διέμεναν εκεί, ήταν η καταβολή  του ποσού των εικοσιπέντε (25) άσπρων στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, στην οποία και μόνον  υποτάσσονταν και λογοδοτούσαν. Με τον τρόπο αυτό, θωρακίζονταν απέναντι σε οποιαδήποτε έξωθεν επιβουλή.
      Εκείνο που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, από τα αναφερόμενα στα δύο σιγίλια, είναι ο τρόπος με τον οποίο και οι δύο Πατριάρχες μεθόδευσαν τις ενέργειές τους, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Να διαφυλάξουν, δηλαδή, την περιουσία του ασκητηρίου και να προστατεύσουν τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα και ελευθερία των πατέρων που εγκαταβιούσαν εκεί. Δεν δίστασαν, εκμεταλλευόμενοι προλήψεις και δεισιδαιμονίες, αλλά και το μεταφυσικό φόβο ανθρώπων, κατά κανόνα, απαίδευτων, να εξαπολύσουν σε βάρος τους αφορισμούς και απάνθρωπες κατάρες για βαρύτατες πνευματικές και σωματικές τιμωρίες, στην παρούσα αλλά και τη μέλλουσα ζωή, αν τολμούσα να παραβιάσουν  τις αποφάσεις τους. 
Θ. ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ  ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

     Στην εβδομαδιαία Πολιτικοκοινωνική και Θρησκευτική εφημερίδα των Καλαμών «ΑΛΗΘΕΙΑ» της  24ης Ιουνίου 1901,  που εκδίδεται υπέρ του εν Κάμπω (Αβίας) Ιερού Ναού «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», δημοσιεύεται η ακόλουθη γνωστοποίηση-Πρόσκληση.
    Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στη συνέχεια, αποδέκτες της είναι, προφανώς, όλοι, ανεξαιρέτως, οι  φιλέορτοι της περιοχής. Για την προσέλευσή τους, ο εκδότης προβάλλει ως δέλεαρ (ανταμοιβή)  την ψυχοσωματική ευχαρίστηση από  τη συμμετοχή τους σ’ αυτή καθαυτή τη γιορτή (θεία Λειτουργία-παραδοσιακό μικρό πανηγύρι ) αλλά και την αισθητική απόλαυση, από τη μαγευτικότατη θέα .
   «Την προσεχή Κυριακήν εορτήν των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, εορτάζει ο φερώνυμος και πανάρχαιος Ναός, ο κείμενος παρά την δεξιάν όχθην της κοίτης του χειμάρρου Θουρίας και εντός σπηλαίου ημισείαν μόλις ώραν απέχων της Θουρίας. Εν τω Ναώ τούτω υπάρχει και η προ αιώνων ιστορηθείσα εικών των θαυματουργών Αγίων. Από της λιθίνης στέγης του Ναού τούτου, κατά θείαν  όλως σύμπτωσιν, άμα τη ενάρξει της θείας λειτουργίας και μέχρι τέλους αυτής, πίπτουν σταγόνες ύδατος όπερ μετ’ επιμελείας συλλεγόμενον εις δοχεία υπό των χριστιανών χρησιμεύει προς θεραπείαν διαφόρων ασθενειών και ιδία των οφθαλμών.
       Η από Θουρίας προς τον Ναόν οδός κατέστη αμαξιτή μέχρι των υπωρειών του όρους ένθα ο Ναός, από δε των υπωρειών μέχρι του Ναού, τη φροντίδι του εν τω Ναώ διαμένοντος μοναχού Ιωακείμ κατέστη βατή. Άφθονα δε και διαυγή ύδατα υπάρχουν τη φροντίδι του ιδίου μοναχού.
     Παρακαλούνται επομένως οι φιλέορτοι να προσέλθωσι και θέλουσι μένει λίαν ευχαριστημένοι εκ της εορτής και της μαγευτικωτάτης θέας». (Εφημ. Καλαμών «Αλήθεια», 24 Ιουνίου 1901, αριθ. φ. 79, σελ. 4).

Ι. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ  ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ

  Το σιγίλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ ανάμεσα στα άλλα, διαλαμβάνει τα εξής: «+Γαβριήλ ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης….  Επικυρούντες τα γεγραμμένα διατάττομεν, ίνα, το κατά την επαρχίαν της Μονεμβασίας πλησίον του χωρίου της μεγάλης αναστάσοβας, εν τη τοποθεσία Μαρδάτζα, ιερόν πατριαρχικόν και σταυροπηγιακόν μοναστήριον, εις όνομα τιμώμενον της υπεραγίας θεοτόκου μετά του μετοχιακού αυτού παρακλησίου εις όνομα τιμωμένου των αγίων αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, και Γαρδίκι επιλεγομένου, υπάρχη ελέυθερον πάντη και ασύδοτον, και ακαταζήτητον, ακαταπάτητόν τε, και αδούλωτον, και ανενόχλητον παρά παντός προσώπου ιερωμένου τε και λαϊκού μετά πάντων των αφιερωμένων αυτώ πραγμάτων, ή και εις το εξής αφιερωθησομένων, κινητών τε και ακινήτων, παντοίας ύλης, και είδους, ως μηδενί άλλω μηδέν διδόναι οφείλον, ειμή τη καθ’ ημάς του Χριστού μεγάλη εκκλησία υποταγής χάριν ετησίως εις φιλότιμον άσπρα γερά τον αριθμόν εικοσιπέντε, και ουδέν άλλο τι περισσότερον….. ός δ’ αν οψέποτε βουληθείη καταπεμβήναι του πατριαρχικού σταυροπηγιακού αυτού μοναστηρίου, και του μετοχιακού αυτού παρακλησίου των αγίων αναργύρων, και τους εν αυτώ πατέρας ενοχλήσαι και ζητήσαι λαβείν πολύ, ή ολίγον, ή εις δουλείαν αυτούς καταγαγείν, και βλάψαι, και ζημιώσαι, ή τα εν αυτώ αφιερωμένα αρπάσαι, και κακώς ιδιοποιήσασθαι, ο τοιούτος ιερεύς μεν ών αργός έστω πάσης ιεροπραξίας, λαϊκός δε μικρός, ή μέγας αφωρισμένος είη από θεού, και κατηραμένος, και ασυγχώρητος, και μετά θάνατον άλυτος, και ταις πατρικαίς, και συνοδικαίς αραίς υπόδικος, μη τολμώντος και του κατά καιρούς μητροπολίτου Μονεμβασίας καταπατείν το σταυροπήγιον αυτό, ή το αυτού παρακλήσιον, και ενοχλείν τους εν αυτοίς πατέρας, και αργείν, και αφορίζειν αυτούς, και ζητείν, και εξαιτείσθαι λαμβάνειν τι αμετόχως, εν βάρει αργίας ασυγγνώστου της αρχιερωσύνης αυτού. Ούτω απεφηνάμεθα. Επί γάρ τούτω εγράφη και το παρόν της ημών μετριότητος πατριαρχικόν συνοδικόν σιγιλλιώδες, και επικυρωτικόν γράμμα, και επεδόθη τω οσιωτάτω του πατριαρχικού, και σταυροπηγιακού μοναστηρίου της υπεραγίας Θεοτόκου, του εν τη τοποθεσία Μαρδάτζα λεγομένη κειμένου, και τοις συν αυτώ ασκουμένοις εν τη αυτή μονή, και τω παρακλησίω αυτού ιεροίς πατράσιν, εις μόνιμον, και διηνεκή την ασφάλειαν. Εν έτει σωτηρίω αψβ κατά μήνα δεκέμβριον, ινδικτιώνος ια’.
   + Γαβριήλ ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
   + ο Κυζίκου Κύριλλος, + ο Νικομηδείας Παρθένιος, + ο Νικαίας Παλλάδιος, + ο Μαρωνείας Ιωαννίκιος,  + ο Δέρκων Νικόδημος και  + ο Σερρών Άνθιμος  
     Στο ίδιο πνεύμα περίπου κινείται και το δεύτερο σιγίλιο, το οποίο εξαπέλυσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, κατά το έτος 1798 και στο οποίο, ανάμεσα στα άλλα  αναγράφονται και τα εξής:
           «+ Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης…. Ενεφανίσθη γάρ ήδη ημίν πατριαρχικόν συνοδικόν σιγιλλιώδες γράμμα του αοιδίμου εν πατριάρχαις Γαβριήλ, περιέχον ότι ενεφανίσθη το τε παλαιόν σιγίλιον Κυρίλλου του εκ Βεροίας και δηλοποιούν ότι, Θεόδωρός τις Μουσελίνης Χανδρινός λεγόμενος εξ ιδίων αναλωμάτων ανήγειρεν εκ βάθρων το μοναστήριον τούτο και φέρων ανέθηκεν ημίν την σταυροπηγιακήν προστασίαν μετά του μετοχίου και παρεκλησίου αυτού των αγίων αναργύρων  Κοσμά και Δαμιανού Γαρδίκη επιλεγομένου και μετά πάντων των κτημάτων και πραγμάτων αυτού. Εις ανακαίνισιν ουν τούτου γράφοντες αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων αρχιερέων και υπερτίμων, των εν αγίω πνεύματι αγαπητών ημίν αδελφών και συλλειτουργών, ίνα το ρηθέν ιερόν και σεβάσμιον μοναστήριον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου, πλησίον του χωρίου μεγάλης Αναστάσοβας, εν τη τοποθεσία Μαρδάτση και επιλεγομένου Μαρδάκη το εν τη Επαρχία Μονεμβασίας, μετά του μετοχίου και παρεκλησίου αυτού των αγίων αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, Γαρδίκη επιλεγομένου,και μετά πάντων των λοιπών κτημάτων και πραγμάτων και αφιερωμάτων αυτού κινητών τε και ακινήτων, των τε ήδη όντων και των εισέπειτα προσγενησομένων αν, ως ανέκαθεν και εξ αρχής, ούτω και εις τον εξής άπαντα χρόνον υπάρχη και λέγηται και παρά πάντων γινώσκηται ημέτερον πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, αδούλωτον, ακαταπάτητον και όλως ανενόχλητον παρ’ ούτινοσούν προσώπου ιερωμένου ή λαϊκού, μνημονευομένου εν αυτώ του κανονικού πατριαρχικού ονόματος, έχον και το προνόμιον κατά πατριαρχικήν φιλοτιμίαν, ώστε τόν κατά καιρούς εν αυτώ ηγούμενον εις τας εορτασίμους ημέρας φορείν επ’ Εκκλησίαις μανδύαν προχειριζόμενον και πατερίζαν…… Όστις δε και οποίος των χριστιανών, ιερωμένων ή λαϊκών, οποιασούν τάξεως και βαθμού, τολμήση παραβήναι οπωσούν τά εν τω παρόντι νομίμως και κανονικώς αποφανθέντα, και ανατρέψαι τι των ανωτέρω καταγεγραμμένων, ο τοιούτος αφωρισμένος είη και κατηραμένος και ασυγχώρητος, και μετά θάνατον άλυτος, και πάσαις ταις πατριαρχικαίς και συνοδικαίς αραίς υπεύθυνος και υπόδικος και ένοχος τω αιωνίω πυρί της γεένης. Όθεν και εις ένδειξιν και διηνεκή την ασφάλειαν εγένετο και το παρόν ημέτερον πατριαρχικόν και συνοδικόν σιγιλλιώδες γράμμα, καταστρωθέν και εν τω ιερώ κώδικι της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας τω εν αυτώ τούτω διωρισμένω, και εδόθη εις το ρηθέν μοναστήριον. Εν έτει σωτηρίω χιλιοστώ επτακοσιωστώ ογδοηκοστώ ενάτω, κατά μήνα Μάρτιον. Επινεμήσεως πρώτης.
 +Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχη».
     Έπονται αι αρχιερατικαί υπογραφαί.

(Γεωργίου Στ. Φύσκιλη, Φιλολόγου), 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.   Χρυσοστόμου Θέμελη, μητροπολίτη Μεσσηνίας, «Η Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας δια μέσου των αιώνων», Αθήναι 2003.
2.   Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη, «Βυζαντιναί Εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας», Θεσσαλονίκη 1973.
3.   Θωμά Μ. Προβατάκη, «Βυζαντινά και μεταβυζαντινά κειμήλια της Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας», Θεσσαλονίκη 1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου