Στα «Άπαντα περί Κολοκοτρωναίων», (εκδ. ΙΔΕΒ), περιέχεται και ο περίφημος λόγος του θρυλικού Γέρου του Μοριά στην Πνύκα. Δεν θα αναφερθώ στον περίφημο λόγο του στρατηγού, παρακαταθήκη στο Γένος. (Τον οποίο φρόντισαν τα σαϊνια του πρώην Παιδαγωγικού Ινστιτούτου να λογοκρίνουν. Στο απόσπασμα που περιέχεται στο βιβλίο «Γλώσσας» Στ’ Δημοτικού, β’ τεύχος, σελ. 105, αφαιρέθηκε το σημείο, στο οποίο ο Κολοκοτρώνης περιγράφει τα δεινά της Τουρκοκρατίας: «Και ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι μπορούσαν διά να αλλάξει ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον σταυρόν τον έκαμε…»).
Στον προαναφερθέντα τόμο, μετά το τέλος του Λόγου, παρατίθεται μια υποσημείωση. Αντιγράφω: «Ο Λόγος του Κολοκοτρώνη εις Πνύκα κατεγράφη από τον γυμνασιάρχη Γεώργιο Γεννάδιο, δημοσιεύτηκε δε στον “Αιώνα”, 13 Νοε 1838, με την σημείωση: “Κατά την 7 Οκτωβρίου ο στρατηγός Θ. Κολοκτρώνης, Σύμβουλος εν ενεργεία, επισκεφθείς το Ελληνικόν Γυμνάσιον της καθέδρας, ηκροάσθη μίαν και ημίσειαν ώρα τον πεπαιδευμένον Γυμνασιάρχην κ. Γεννάδιον παραδίδοντα. Ενθουσιασθείς και από την παράδοσιν και από την θέαν τοσούτων μαθητών, είπε προς τον κ. Γεννάδιον, την οποία συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήση, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς. Την πρότασίν του αυτήν απεδέχθη ο κ. Γυμνασιάρχης με την μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν και προσδιώρισε την 10 ώραν της επιούσης ως ημέρας εορτασίμου». Και επειδή μαζεύτηκε όλη η Αθήνα, λόγω στενότητας του Γυμνασίου, ο Κολοκοτρώνης μίλησε στην Πνύκα.
Τον λόγο του Κολοκοτρώνη τον διάβασα και τον δίδαξα πολλές φορές στους μαθητές μου. Εξαίσιο μάθημα πατριδογνωσίας. Τις προάλλες που αναφέρθηκα στην τάξη στον θάνατο του ήρωα (4 Φεβρουαρίου 1843), «σκόνταψα» στην υποσημείωση. Γιατί μίλησε ο Κολοκοτρώνης; Τι τον παρακίνησε και τον ενθουσίασε; Μα η παράδοση του «πεπαιδευμένου Γυμνασιάρχη κ. Γενναδίου». (Τι ωραία, τι ρωμαλέα στιγμή! Να διδάσκει ο δάσκαλος και ανάμεσα στους μαθητές το αθάνατο ’21. Γι’ αυτό φροντίζω πάντα να έχω αναρτημένη στην τάξη μου την εικόνα του).
Ποιος είναι αυτός ο δάσκαλος, που μας κληροδότησε τον Λόγο και προκάλεσε τον θαυμασμό του Κολοκοτρώνη; Πρόκειται για τον «Μέγα διδάσκαλον του Γένους, επονομασθέντα Σωτήρα της Πατρίδος», Γεώργιο Γεννάδιο. (Τα όσα ακολουθούν στηρίζονται κυρίως σε άρθρο του Ε. Φωτιάδη, στον Λεξικό του «Ηλίου», τόμ. 5, σελ. 83-87, Αθήνα 1948). Επειδή, εν πρώτοις, υποστηρίζω το παλαμικό «σχολείο ίσον δάσκαλος» και όχι «πρώτα ο μαθητής», όπως διατυμπανίζει το υπουργείο και ακολουθώ την «δασκαλοκεντρική», ή καλύτερα «χριστοκεντρική» μέθοδο διδασκαλίας, και όχι τις φραγκοθεωρίες με τις περίεργες ονομασίες «ομαδοσυνεργατική» και λοιπά, παραθέτω λίγα από τον βίο και την πολιτεία του επιφανούς Δασκάλου, για να καταλάβουμε και εμείς οι τωρινοί δάσκαλοι ότι, «Κι αν είναι πλήθος τ’ άσχημα /κι αν είναι τ’ άδεια αφέντες /φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή,/ φτάνει εσύ, εγώ φτάνω,/ να δώσει νόημα/ στον πολλών την ύπαρξη/ Ένας φτάνει», όπως μας και κανοναρχεί ο Κωστής Παλαμάς.
Γεννήθηκε στα Δολιανά το 1789. Λαμβάνει ξεχωριστή παιδεία σε σχολές της πατρίδος και του εξωτερικού. «Ητο ανήρ ανεξάρτητος το φρόνημα, αφιλοκερδής, αξιοπρεπής, θυμόσοφος, πλήρης φαιδρότητος και λεπτοτάτης σωκρατικής ειρωνείας, μεγάλης επιβολής, ευρείας παιδείας και φιλοπατρίας». Το 1817 ευρίσκεται στην Οδησσό της Ρωσίας και διδάσκει στην εκεί «Ελληνικήν Σχολήν». Κάποτε επισκέφτηκε την σχολή ο τσάρος Αλέξανδρος συνοδευόμενος από τον Καποδίστρια. Ενθουσιασθείς ο τσάρος από τα προσόντα του Γενναδίου, του προτείνει την απονομή τίτλου ευγενείας και δη του βαρόνου. Απαντά ο Δάσκαλος: «Αν ημείς οι Ελληνες αρχίσωμεν γινόμενοι βαρόνοι, κίνδυνος είναι μη τινες αποβάλλοντες το «βαρ» μείνωσιν… «όνοι». (Θυμήθηκα ένα βιβλίο του Χρ. Πασαλάρη: «οι βαρόνοι των media»…)
Το 1820 διδάσκει στο Βουκουρέστι, η διδασκαλία του «απέβλεπε εις την μόρφωσιν πατριωτικού αισθήματος ηρώων μάλλον ή μαθητών». Απ’ αυτές τις αίθουσες βγήκε ο Ιερός Λόχος. Στο τελευταίο του μάθημα, θα πει: «Ηλθεν η ώρα να δείξετε προς τον κόσμον, όστις σας κοιτάζει, και προς την πατρίδα, ήτις ελπίζει από σας, ότι είσθε γνήσια τέκνα αυτής. Ηλθεν η ώρα να δείξετε την ευγνωμοσύνην σας προς την πατρίδα, ήτις σας εγέννησε και να προσφέρετε ελάχιστον πράγμα, αντί της μεγίστης ευεργεσίας: ότι σας έκαμεν Ελληνας, να προσφέρετε την ζωήν σας υπερ αυτής. Αφού σας έδωσε την ζωήν, τώρα σας προτείνει την αθανασίαν. Πρόγονοι και πατέρες 3000 ετών, ήρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλάται, σας κοιτάζουν από τον ουρανόν, διά να ιδούν αν θα φανήτε άξιοι αυτών και της Πατρίδος. Των Θερμοπυλών, του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών αι ψυχαί σάς νεύουν και σας ενθαρρύνουν. Του Ιερού Λόχου των Θηβών οι αδελφοί σας σας φωνάζουν: Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθήτε μας! Σας περιμένομεν με αγκάλας ανοικτάς. 4 αιώνων Τουρκοκρατίας ήρωες και μάρτυρες, η αθάνατη κλεφτουριά, ιεράρχαι, άρχοντες, διδάσκαλοι, σας φωνάζουν: Μάχεσθε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος! Των παλαιών Αθηνών οι νέοι σας προσκαλούν να ορκισθήτε τον όρκο εκείνων. Γονατίσατε και ορκισθήτε! Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά. Παιδιά της Πατρίδος φανήτε άξιοι των πατέρων σας. Εφθασεν η στιγμή. Σας παρακαλεί η Πατρίς να την ελευθερώσετε και να απαθανατισθήτε». Επειτα τους φίλησε όλους και έκλεισε την σχολή.
Το 1826 τον βρίσκουμε στο Ναύπλιο, λίγο μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Γράφει ο Φωτάκος: «Κλαυθμός και οδυρμός, εγίνετο καθ’ όλην την Ελλάδα και από την ξηράν και από την θάλασσαν…». Η Επανάσταση κινδύνευε. Την 8η Ιουνίου ο Γεννάδιος καλεί στο Ναύπλιο τον λαό «εις υπέρτατον αγώνα υπέρ σωτηρίας της Ελλάδος». Ο αυτήκοος και αυτόπτης Αλ. Ραγκαβής, στα απομνημονεύματά του, μεταφέρει την σκηνή και τα λόγια του Δασκάλου του Γένους. «Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι ούτοι, οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουν, να σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ’ αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν είμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώση έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρά προσφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει. Και επικροτούντος του πλήθους εκένωσε κατά γης το ισχνόν διδασκαλικόν βαλάντιόν του…
Αλλά όχι, επανέλαβε μετ’ ολίγον, η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή. Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ’ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ. Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσαρα έτη διά τα παιδιά του; Ας καταβάλη ενταύθα το τίμημα». Τι μεγαλείο! Τέσσερα χρόνια «ιδιαίτερα» και το αντίτιμο για την πατρίδα. Μπήκαν στο φιλότιμο οι φτωχοί Ελληνες, πρόσφεραν ό,τι είχαν, ακόμη και τους «νυφικούς δακτυλίους» οι γυναίκες, και σώθηκε η Επανάσταση, γιατί με τα χρήματα και τα τιμαλφή εξοπλίστηκε ο στρατός του Καραϊσκάκη. (Ο Κολοκοτρώνης μετά από αυτό τον ονόμαζε «πατέρα μας, πατέρα της πατρίδος, άγιο άνθρωπο»). Υπάρχουν και άλλα πολλά, σπουδαία και ηρωικά, που έπραξε ο «άγιος» αυτός Δάσκαλος του Γένους. Μέχρι την θανή του, το 1854, που τον βρίσκει «πρόεδρο της Επαναστατικής Επιτροπής των Ηπειρωτών», στην εκεί εκραγείσα επανάσταση, διδάσκει, όχι με λόγια παχιά και «κούφια καρύδια», αλλά με τον βίο του. (Σημειωτέον ότι πέθανε από την χολέρα που «έφεραν» οι Φράγκοι το 1854 στον Πειραιά).
Λέμε ότι το πετραχήλι του Πατροκοσμά και το καριοφίλι του Κολοκοτρώνη μας απελευθέρωσαν. Ας προσθέσουμε όμως και το κοντύλι του Γενναδίου. Αυτό είναι το «εμείς» του Μακρυγιάννη….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου