Μονή Βουλκάνου |
Ημερολογιακά τέτοιες ημέρες το Νησί (και Μεσσήνη στη συνέχεια) ετοιμάζεται για το μεγάλο πανηγύρι του.
Το θρησκευτικό πανηγύρι γινόταν στις 23 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία
η Εκκλησία γιορτάζει την Απόδοση της Κοίμησης της Θεοτόκου, δηλαδή την
πανηγυρική λήξη του εορτασμού που άρχισε τον Δεκαπενταύγουστο.
Ουσιαστικά επρόκειτο για το “δίδυμο“ πανηγύρι αυτού που γινόταν και
συνεχίζει να γίνεται στη Μονή Βουλκάνου, και συνδύαζε τη θρησκευτική
τελετή με την εμπορική δραστηριότητα. Το πανηγύρι στη Μονή Βουλκάνου
πρέπει να γινόταν από την μεσαιωνική εποχή, και όπως γράφει η Αννα
Λαμπροπούλου, αυτή “η υπόθεση μπορεί να ενισχυθεί από το
γεγονός ότι το μεσαιωνικό μοναστήρι στην κορυφή του όρους της Ιθώμης
βρισκόταν ακριβώς στη θέση όπου κατά την αρχαιότητα υψωνόταν ο ναός του
Ιθωμάτα Διός, προς τιμήν του οποίου γινόταν ετήσια γιορτή, τα Ιθωμαία
κατά τον Παυσανία. Η σχέση μεταξύ της ειδωλολατρικής και της
χριστιανικής τελετής από άποψη λαογραφική είναι άμεση και υποκρύπτει μια
παράδοση που πρέπει να συνεχιζόταν κατά την εποχή της ακμής της μονής,
μολονότι δεν υπάρχει άμεση γραπτή μαρτυρία προς το παρόν“.
Το πανηγύρι στο Νησί χάνεται στο βάθος του χρόνου και σχετίζεται με
την εποχή εμπορευματοποίησης της αγροτικής παραγωγής, με τη δημιουργία
τοπικών αγορών. Από την πρώ- τη Τουρκοκρατία τα θρησκευτικά πανηγύρια
αποτελούσαν στοιχείο του εμπορικού προγραμματισμού. Και συνέτρεχαν
δύο λόγοι γι’ αυτό: Ο πρώτος έχει να κάνει με τη συρροή προσκυνητών σε
ένα συγκεκριμένο σημείο και ο δεύτερος με την κανονικότητα διεξαγωγής
της
θρησκευτικής γιορτής. Δηλαδή κάθε χρόνο την ίδια ημέρα γινόταν αυτή η
συγκέντρωση και επομένως γινόταν μια διασπορά των εμπορικών
δραστηριοτήτων και στο χώρο και στο χρόνο. Το γεγονός ότι το Νησί
έπαιζε ρόλο-κλειδί στην εμπορική δραστηριότητα ιστορείται από το 17ο
αιώνα καθώς σε έγγραφο του συνδίκου Δομένικου Γρίττη προς τον γενικό
προνοητή Φραγκίσκο Γκριμάνι, της 28ης Δεκεμβρίου 1691, αναφέρονται
μεταξύ άλλων και τα εξής: “Τελούνται αγορές τινες καθ’ ωρισμένας ημέρας πάσης εβδομάδος, είναι δ’ αι εξής: Κατά Κυριακήν εν Πάτραις, Κορώνη, Μεθώνη, Κελεφά, Κορίνθω, Αργει, Μιστρά και Βοστίτζα, κατά Δευτέραν εν Τριπολιτσά, Καρυταίνη, Ζαρνάτα, κατά Τετάρτην εν Νησίω και [...] μεγάλοις χωρίοις, κατά Σάββατον εν Ναυπλίω και Καλαμάτα. Είναι δ’ αύται καθιδρυμέναι διά τας συνήθεις χρείας των κατοίκων και ιδίως των απόρων εκ των παρακειμένων χωρίων, οίτινες εκποιούντες τα σιτηρά αυτών και άλλους καρπούς των αγρών πορίζονται κατ’ οίκον τα χρειώδη“
Από τη μέχρι τώρα διερεύνηση η πρώτη αναφορά στο πανηγύρι της Μεσσήνης γίνεται το 1943 οπότε στην αθηναϊκή εφημερίδα “Φήμη“ δημοσιεύεται η εξής είδηση:
“Η κατά την 23η Αυγούστου τελουμένη πανήγυρις εφάνη πολυπληθεστέρα και λαμπροτέρα πάσης άλλης, καθ’ όσον ετιμήθη από την υπαλληλίαν Καλαμών επικεφαλής της οποίας διεκρίνετο ο άξιος διοικητής Μεσσηνίας. Εσφάγησαν υπέρ τα 2.000 αρνιά“
Η αναφορά αυτή δίνει και το χρονικό βάθος του πανηγυριού, δεν
διευκρινίζει όμως αν διαρκούσε μόνον μια ημέρα. Το βέβαιο είναι όμως ότι
κατά τη δεκαετία 1850-1860 διαρκούσε 3 ημέρες. Το 1867 το πανηγύρι
διαρκούσε 3 ημέρες, ενώ στη Μεσσηνία καταγράφεται τότε ένα ακόμη (και
πολύ μεγαλύτερο) πανηγύρι στην Παραλία Κυπαρισσίας, που διαρκούσε 8
ημέρες.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1875, το πανηγύρι επίσης διαρκούσε 3 ημέρες και ξεκινούσε την παραμονή της γιορτής, στις 22 Αυγούστου. Ως πωλούμενα είδη αναφέρονται “βόες, υφάσματα μεταξωτά κλ.
εμπορεύματα“. Το πανηγύρι της Κυπαρισσίας έχει μειωθεί στις 3 ημέρες, ξεκινούσε στις 8
Σεπτεμβρίου (Γέννηση της Θεοτόκου) και πωλούμενα είδη ήταν “δημητριακοί καρποί και διάφορα εμπορεύματα“. Είχε δημιουργηθεί όμως ένα άλλο μεγάλο πανηγύρι στο Μελιγαλά, που γινόταν στις 20 Ιουλίου (του Προφήτη Ηλία), διαρκούσε 7 ημέρες και σε αυτό επωλούντο “ζώα και διάφορα εμπορεύματα“. Πανηγύρι γινόταν και στην Καλαμάτα για μία ημέρα στις 30 Ιουνίου (των Αγίων Αποστόλων), στο οποίο πωλούντο “ζώα ιδίως“. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1886, έχουμε μια
αυθεντική περιγραφή του πανηγυριού στο Βουλκάνο από την Αικατερίνη Ζάρκου: “Παντοειδή στεγάσματα, οπωροπωλεία, μαγειρεία, ζαχαροπλαστεία και οινοπωλεία […] οι δε από πάσης πανηγύρεως μη ελλείποντες εμπορίσκοι εσταμάτων ημάς ανά παν βήμα“
Και ακολουθεί η πρώτη αναφορά στην ψητή γουρνοπούλα: “Αλλ’ ό,τι μάλλον περίεργον, ήτο το πλήθος οπτών χοιριδίων προς πώλησιν εμπεπερασμένων εις οβελούς“. Αρκετά χρόνια αργότερα συναντάμε ξανά αναφορά στη γουρνοπούλα καθώς το ρεπορτάζ αναφέρει ότι “ο ρητινίτης έρρεεν άφθονος καθ’ όλας τας ημέρας της πανηγύρεως, τα χοιρίδια εν πλησμονή παραδόσαντα το πνεύμα εις την μάχαιραν του σφαγέως και εψημένα ηγωνίζοντο να ελαττώσωσι τα βουλιμιώδη ένστικτα των πανηγυριστών“. Από την Ζάρκου πληροφορούμαστε ακόμη ότι στο πανηγύρι της Μεσσήνης λίγες ημέρες αργότερα επωλούντο “τα άχρηστα αφιερώματα, ο κηρός και ο λίβανος“.
Το πανηγύρι εξακολουθεί να διαρκεί 3 ημέρες και το 1900: “Από της αύριον άρχεται η επέτειος εμπορική πανήγυρις εν τη γείτονι πόλει της Μεσσήνης, διαρκούσα επί τριήμερον. Η πανήγυρις εφέτος προμηνύεται υπέρ ποτέ άλλοτε ζωηρά. Πλήρης δε τάξις και αρμονία θα επικρατήσει, χάρις εις την δραστηριότητα, ην ανέπτυξεν ο Δήμαρχος κ. Φεσσάς, και οι έμποροι και οι επισκέπται θα εύρωσιν όλας τας ευκολίας και άνεσιν“. Αλλά και το 1912 διαρκεί 3 ημέρες: “Από χθες ήρχισε με ζωηρότητα η ετήσια ζωεμπορική πανήγυρις της γείτονος Μεσσήνης. Ως εκ της βροχής θα λείψη η συνήθης αφόρητος σκόνη από την απέραντον εκεί πλατείαν και η παραμονή θα είναι ευχαριστοτέρα. Προμηνύεται μεγάλη κίνησις εμπορική. Καθ’ όλας δε τας ώρας της ημέρας τα έκτακτα τραίνα θα μεταφέρουν κόσμον. Η Αστυνομία διά την τάξιν εκεί έχει λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα. Ως συνήθως η πανήγυρις αυτή εξακολουθεί επί 3 ημέρας“
Ακολούθησε η μακρά πολεμική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας φαίνεται ότι το πανηγύρι εξακολουθούσε να τελείται με τον ίδιο τρόπο. Το 1923 όμως πραγματοποιείται μια μεγάλη αλλαγή: Καθιερώνεται το νέο ημερολό- γιο στο οποίο αντιστέκεται η Εκκλησία αλλά μετά την τοποθέτηση του Πατριαρχείου, αρχίζει να το εφαρμόζει από το 1924. Εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα της μετάθεσης του πανηγυριού καθώς δημιουργείται μια διαφορά 13 ημερών με αποτέλεσμα να μην έχουν αρχίσει ουσιαστικά οι πωλήσεις βασικών προϊόντων όπως η σταφίδα, που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη του πανηγυριού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι με το παλιό ημερολόγιο, από τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου η Προνομιούχος στις τοπικές εφημερίδες δημοσίευε τακτικά στοιχεία των εξαγωγών. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και σε δημοσίευμα για το πανηγύρι το 1897:
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1875, το πανηγύρι επίσης διαρκούσε 3 ημέρες και ξεκινούσε την παραμονή της γιορτής, στις 22 Αυγούστου. Ως πωλούμενα είδη αναφέρονται “βόες, υφάσματα μεταξωτά κλ.
εμπορεύματα“. Το πανηγύρι της Κυπαρισσίας έχει μειωθεί στις 3 ημέρες, ξεκινούσε στις 8
Σεπτεμβρίου (Γέννηση της Θεοτόκου) και πωλούμενα είδη ήταν “δημητριακοί καρποί και διάφορα εμπορεύματα“. Είχε δημιουργηθεί όμως ένα άλλο μεγάλο πανηγύρι στο Μελιγαλά, που γινόταν στις 20 Ιουλίου (του Προφήτη Ηλία), διαρκούσε 7 ημέρες και σε αυτό επωλούντο “ζώα και διάφορα εμπορεύματα“. Πανηγύρι γινόταν και στην Καλαμάτα για μία ημέρα στις 30 Ιουνίου (των Αγίων Αποστόλων), στο οποίο πωλούντο “ζώα ιδίως“. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1886, έχουμε μια
αυθεντική περιγραφή του πανηγυριού στο Βουλκάνο από την Αικατερίνη Ζάρκου: “Παντοειδή στεγάσματα, οπωροπωλεία, μαγειρεία, ζαχαροπλαστεία και οινοπωλεία […] οι δε από πάσης πανηγύρεως μη ελλείποντες εμπορίσκοι εσταμάτων ημάς ανά παν βήμα“
Και ακολουθεί η πρώτη αναφορά στην ψητή γουρνοπούλα: “Αλλ’ ό,τι μάλλον περίεργον, ήτο το πλήθος οπτών χοιριδίων προς πώλησιν εμπεπερασμένων εις οβελούς“. Αρκετά χρόνια αργότερα συναντάμε ξανά αναφορά στη γουρνοπούλα καθώς το ρεπορτάζ αναφέρει ότι “ο ρητινίτης έρρεεν άφθονος καθ’ όλας τας ημέρας της πανηγύρεως, τα χοιρίδια εν πλησμονή παραδόσαντα το πνεύμα εις την μάχαιραν του σφαγέως και εψημένα ηγωνίζοντο να ελαττώσωσι τα βουλιμιώδη ένστικτα των πανηγυριστών“. Από την Ζάρκου πληροφορούμαστε ακόμη ότι στο πανηγύρι της Μεσσήνης λίγες ημέρες αργότερα επωλούντο “τα άχρηστα αφιερώματα, ο κηρός και ο λίβανος“.
Το πανηγύρι εξακολουθεί να διαρκεί 3 ημέρες και το 1900: “Από της αύριον άρχεται η επέτειος εμπορική πανήγυρις εν τη γείτονι πόλει της Μεσσήνης, διαρκούσα επί τριήμερον. Η πανήγυρις εφέτος προμηνύεται υπέρ ποτέ άλλοτε ζωηρά. Πλήρης δε τάξις και αρμονία θα επικρατήσει, χάρις εις την δραστηριότητα, ην ανέπτυξεν ο Δήμαρχος κ. Φεσσάς, και οι έμποροι και οι επισκέπται θα εύρωσιν όλας τας ευκολίας και άνεσιν“. Αλλά και το 1912 διαρκεί 3 ημέρες: “Από χθες ήρχισε με ζωηρότητα η ετήσια ζωεμπορική πανήγυρις της γείτονος Μεσσήνης. Ως εκ της βροχής θα λείψη η συνήθης αφόρητος σκόνη από την απέραντον εκεί πλατείαν και η παραμονή θα είναι ευχαριστοτέρα. Προμηνύεται μεγάλη κίνησις εμπορική. Καθ’ όλας δε τας ώρας της ημέρας τα έκτακτα τραίνα θα μεταφέρουν κόσμον. Η Αστυνομία διά την τάξιν εκεί έχει λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα. Ως συνήθως η πανήγυρις αυτή εξακολουθεί επί 3 ημέρας“
Ακολούθησε η μακρά πολεμική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας φαίνεται ότι το πανηγύρι εξακολουθούσε να τελείται με τον ίδιο τρόπο. Το 1923 όμως πραγματοποιείται μια μεγάλη αλλαγή: Καθιερώνεται το νέο ημερολό- γιο στο οποίο αντιστέκεται η Εκκλησία αλλά μετά την τοποθέτηση του Πατριαρχείου, αρχίζει να το εφαρμόζει από το 1924. Εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα της μετάθεσης του πανηγυριού καθώς δημιουργείται μια διαφορά 13 ημερών με αποτέλεσμα να μην έχουν αρχίσει ουσιαστικά οι πωλήσεις βασικών προϊόντων όπως η σταφίδα, που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη του πανηγυριού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι με το παλιό ημερολόγιο, από τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου η Προνομιούχος στις τοπικές εφημερίδες δημοσίευε τακτικά στοιχεία των εξαγωγών. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και σε δημοσίευμα για το πανηγύρι το 1897:
“Η εν Μεσσήνη τελεσθείσα φέτος εμπορική πανήγυρις αρξαμένη από της 21ης Αυγούστου και λήξασα σήμερον, υπήρξε υπέρ ποτε ζωηρά. Χάρις εις τα υψωθείσας τιμάς της σταφίδος άφθονα χρήματα εισήχθησαν εν τη επαρχία ταύτη καθώς και εις τας πλησιοχώρους αυτής επαρχίας, κατά συνέπεια το κατά την πανήγυριν ταύτην κυκλοφορήσαν χρήμα ανήλθεν τον εν εκατομμύριον δραχμάς“
Η μετάθεση του πανηγυριού όμως απαιτούσε και πρόσθετη προστασία, καθώς
άρχιζαν οι βροχές και με τις αυτοσχέδιες παράγκες δεν μπορούσε να
εξυπηρετηθεί η εμπορική κίνηση. Ετσι το 1925 υπογράφεται η συμφωνία για
να κατασκευαστούν τα μπεζεστένια (σκεπαστή αγορά, υφασμάτων κυρίως αλλά
και άλλων εμπορευμάτων): “Υπεγράφη χθες ενταύθα υπό του ηγουμενικού
συμβουλίου και του Προέδρου της Κοινότητας Μεσσήνης κ. Βακαλόπουλου το
οριστικόν συμβόλαιον δι’ ου μέλλει
κατασκευασθεί Μπεζεστένι διά την ετησίαν πανήγυριν της Μεσσήνης. Διά
της πραγματοποιήσεως του έργου τούτου πληρούται κοινός και μακρός πόθος
των κατοίκων Μεσσήνης αλλά και μεγάλως εξυπηρετούνται τα τοπικά αυτών
συμ- φέροντα, δι’ ο συγχαίρομεν τους πρωτοστατήσαντας διά την κατασκευήν
τοιούτου κοινωφελούς έργου“
Ομως “τα μπεζεστένια εκ 50 δωματίων“ κατασκευάστηκαν το 1927 μέσα σε 40 ημέρες με πρωτοβουλία του αντιπροέδρου (και στη συνέχεια προέδρου) της Κοινότητας Σπήλιου Πο- τηρόπουλου. Διέθεταν 2 αρτεσιανά για υδρευτικές ανάγκες, είχε αρχίσει η δενδροφύτευση του χώρου, ενώ δρόμο είχαν παραχωρήσει οι αδελφοί Χρόνη. Ο χώρος στον οποίο γινόταν το πανηγύρι και κατασκευάστηκαν τα μπεζεστένια ανήκε στη Μονή Βουλκάνου ενδεχομένως από την εποχή της ίδρυσής της καθώς στην απογραφή των Ενετών το 1699 αναφέρεται “ναός της Παναγίας που ήταν μετόχι των Βουρκανιωτών“. Στην ίδια απογραφή η Μονή Βουλκάνου έχει “εις το Νησή μετώχη με εκκλησία ήτανε παλεά και την ανακένησε το μοναστήρι και ήνε η εκκλησία τα Ισόδια της Θεοτόκου, και σπήτια 5 με την περιοχή τους. και απόξω από το μετώχι χωράφια στρέμματα 6”
Οπως φαίνεται η εκκλησία ήταν προγενέστερη της κατάληψης του Νησιού από τους Ενετούς το 1686 και βρισκόταν στη θέση της σημερινής εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής καθώς η παλιά καταστράφηκε και από τον Ιμπραήμ αλλά και από τους σεισμούς του 1846. Η μετάθεση του πανηγυριού (και ενδεχομένως η χρονική επιμήκυνση) έγινε το 1929 με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, καθώς όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του προέδρου της Σπήλιου Ποτηρόπουλου στο εξής θα διεξαγόταν από τις 20 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου, επειδή “λόγω της μη συγκομιδής των προϊόντων η πανήγυρις ήτο εστερημένη εμπορικής κινήσεως“ . Η επιλογή του χρόνου έγινε έτσι ώστε να βρίσκεται στο μέσον του πανηγυριού η γιορτή της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, αλλά και για λόγους εμπορικής ρύθμισης καθώς φαίνεται ότι συνδυάστηκε με τη μετάθεση των πανηγυριών στο Μελιγαλά στις 8 Σεπτεμβρίου (Γέννηση της Θεοτόκου) και στην Κυπαρισσία στις 14 Σεπτεμβρίου (Υψωσις Τιμίου Σταυρού). Η κάθοδος της εικόνας της Παναγίας από τη Μονή Βουλκάνου χάνεται στο βάθος του χρόνου. Γραπτή μαρτυρία για την τελετή καθόδου έχουμε το 1902 όταν “οι σιδηροδρομικοί συρμοί στένοντες μετέφερον εξ όλων των μερών της Μεσσηνίας απειρίαν πανηγυριστών και προσκυνητών οίτινες έσπευδον να ασπασθώσι την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου μεταφερθείσαν επί τούτου εκ της Μονής Βουλκάνου“
Πάντως για τον αρχικό χαρακτήρα του πανηγυριού ερωτηματικά δημιουργεί ένα απόσπασμα από την αφήγηση της Αικ. Ζάρκου που προαναφέρθηκε, στο οποίο επακριβώς σημειώνεται ότι “την πανήγυριν ταύτην διαδέχεται μεθ’ ημέρας εννέα άλλη εμπορική τελουμένη υπό της αυτής Μονής, εν το κατά τω Νησίω της Μεσσήνης μετόχι αυτής, εν ω πωλούνται τα άχρηστα αφιερώματα, ο κηρός και ο λίβανος“. Πρόκειται για ένα ανοιχτό ζήτημα το οποίο χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη διερεύνηση. Το
βέβαιο είναι πως ο χαρακτήρας του γιορτασμού άλλαξε μετά το 1891, όταν λειτούργησε το σιδηροδρομικό δίκτυο και δόθηκε η δυνατότητα μετακινήσεων από μεγάλες για την εποχή αποστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός ότι όπως πληροφορούμεθα… από σπόντα, το 1892 είχε φθάσει στη Μεσσήνη και μάλιστα για δύο ημέρες, η Φιλαρμονική από την Καλαμάτα: “Ενεκα της εις την πανήγυριν Μεσσήνης μεταβάσεως κατά το παρελθόν Σάββατον και Κυριακήν της Μουσικής της ενταύθα Φιλαρμονικής Εταιρείας, εν ή συμμετέχουσιν ο εις των δύο συνθετών και ο διανομεύς της Εφημερίδος των Καλαμών, κατέστη αδύνατος η έκδοσις φύλλου την Κυριακήν“
Εξ άλλου, το παρόν κείμενο αποτελεί απλώς μια πρώτη απόπειρα να συγκεντρωθούν οι ψηφίδες των πληροφοριών για την ιστορική πορεία του πανηγυριού, το οποίο αποτέλεσε και αποτελεί τη μεγάλη γιορτη.
http://www.istorikathemata.com/2013/09/blog-post_487.htmlΟμως “τα μπεζεστένια εκ 50 δωματίων“ κατασκευάστηκαν το 1927 μέσα σε 40 ημέρες με πρωτοβουλία του αντιπροέδρου (και στη συνέχεια προέδρου) της Κοινότητας Σπήλιου Πο- τηρόπουλου. Διέθεταν 2 αρτεσιανά για υδρευτικές ανάγκες, είχε αρχίσει η δενδροφύτευση του χώρου, ενώ δρόμο είχαν παραχωρήσει οι αδελφοί Χρόνη. Ο χώρος στον οποίο γινόταν το πανηγύρι και κατασκευάστηκαν τα μπεζεστένια ανήκε στη Μονή Βουλκάνου ενδεχομένως από την εποχή της ίδρυσής της καθώς στην απογραφή των Ενετών το 1699 αναφέρεται “ναός της Παναγίας που ήταν μετόχι των Βουρκανιωτών“. Στην ίδια απογραφή η Μονή Βουλκάνου έχει “εις το Νησή μετώχη με εκκλησία ήτανε παλεά και την ανακένησε το μοναστήρι και ήνε η εκκλησία τα Ισόδια της Θεοτόκου, και σπήτια 5 με την περιοχή τους. και απόξω από το μετώχι χωράφια στρέμματα 6”
Οπως φαίνεται η εκκλησία ήταν προγενέστερη της κατάληψης του Νησιού από τους Ενετούς το 1686 και βρισκόταν στη θέση της σημερινής εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής καθώς η παλιά καταστράφηκε και από τον Ιμπραήμ αλλά και από τους σεισμούς του 1846. Η μετάθεση του πανηγυριού (και ενδεχομένως η χρονική επιμήκυνση) έγινε το 1929 με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, καθώς όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του προέδρου της Σπήλιου Ποτηρόπουλου στο εξής θα διεξαγόταν από τις 20 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου, επειδή “λόγω της μη συγκομιδής των προϊόντων η πανήγυρις ήτο εστερημένη εμπορικής κινήσεως“ . Η επιλογή του χρόνου έγινε έτσι ώστε να βρίσκεται στο μέσον του πανηγυριού η γιορτή της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, αλλά και για λόγους εμπορικής ρύθμισης καθώς φαίνεται ότι συνδυάστηκε με τη μετάθεση των πανηγυριών στο Μελιγαλά στις 8 Σεπτεμβρίου (Γέννηση της Θεοτόκου) και στην Κυπαρισσία στις 14 Σεπτεμβρίου (Υψωσις Τιμίου Σταυρού). Η κάθοδος της εικόνας της Παναγίας από τη Μονή Βουλκάνου χάνεται στο βάθος του χρόνου. Γραπτή μαρτυρία για την τελετή καθόδου έχουμε το 1902 όταν “οι σιδηροδρομικοί συρμοί στένοντες μετέφερον εξ όλων των μερών της Μεσσηνίας απειρίαν πανηγυριστών και προσκυνητών οίτινες έσπευδον να ασπασθώσι την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου μεταφερθείσαν επί τούτου εκ της Μονής Βουλκάνου“
Πάντως για τον αρχικό χαρακτήρα του πανηγυριού ερωτηματικά δημιουργεί ένα απόσπασμα από την αφήγηση της Αικ. Ζάρκου που προαναφέρθηκε, στο οποίο επακριβώς σημειώνεται ότι “την πανήγυριν ταύτην διαδέχεται μεθ’ ημέρας εννέα άλλη εμπορική τελουμένη υπό της αυτής Μονής, εν το κατά τω Νησίω της Μεσσήνης μετόχι αυτής, εν ω πωλούνται τα άχρηστα αφιερώματα, ο κηρός και ο λίβανος“. Πρόκειται για ένα ανοιχτό ζήτημα το οποίο χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη διερεύνηση. Το
βέβαιο είναι πως ο χαρακτήρας του γιορτασμού άλλαξε μετά το 1891, όταν λειτούργησε το σιδηροδρομικό δίκτυο και δόθηκε η δυνατότητα μετακινήσεων από μεγάλες για την εποχή αποστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός ότι όπως πληροφορούμεθα… από σπόντα, το 1892 είχε φθάσει στη Μεσσήνη και μάλιστα για δύο ημέρες, η Φιλαρμονική από την Καλαμάτα: “Ενεκα της εις την πανήγυριν Μεσσήνης μεταβάσεως κατά το παρελθόν Σάββατον και Κυριακήν της Μουσικής της ενταύθα Φιλαρμονικής Εταιρείας, εν ή συμμετέχουσιν ο εις των δύο συνθετών και ο διανομεύς της Εφημερίδος των Καλαμών, κατέστη αδύνατος η έκδοσις φύλλου την Κυριακήν“
Εξ άλλου, το παρόν κείμενο αποτελεί απλώς μια πρώτη απόπειρα να συγκεντρωθούν οι ψηφίδες των πληροφοριών για την ιστορική πορεία του πανηγυριού, το οποίο αποτέλεσε και αποτελεί τη μεγάλη γιορτη.
http://platykalamatas.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου