των θρύλων και της ιστορίας.
Στο ποταμό ''Βαλύρα'', του πανάρχαιου θρυλικού λυράρη Θάμυρη.

Θεόρατα κυπαρίσσια στο Γοργόρεμα ,γέρναν
τις λιγερές κορφές τους να τον καλωσορί-σουν.Λαμποκοπούσε ακόμα η Σιόριζα κι' ανάμεσα το ποτάμι με μυλαύλακο χαλί ξεδιπλωμένο, καταπράσινο.Η κοιλάδα των Τεμπών,έτσι την είχα βαφτίσει τότες και μου φαίνεται δε λάθεψα.Ένας κούκος με μονότονη συρτή φωνή σάλιαζε το σούρουπο τη νύχτα.
Γαϊδουράκια φορτωμένα με κατάμεστα κοφίνια,κατσίκες σα μπάλες φουσκωμένες,
μαρτίνια,γυναίκες και παιδιά,ανηφόριζαν το κακοτράχαλο δρομάκι για το Μπιζάνι,
για την απάνω ρούγα, για το μαχαλά του Αγιό Θανάση .Αντιλαλούσαν οι πλαγιές και το Γοργόρεμα.

σαν να τσαλαπάταε σταφύλια,το ξέκανε,το έκανε κομ-μάτια το διέλυσε.Πύκωσε το σκοτάδι ,σκυφτός διαβαίνει
το στρατί ,την πρώτη βόλτα, τη δεύτερη,στην τρίτη
κοντοστέκεται να πάρει ανάσακαι νάτος στέκει ολόρθος πίσω μου.Τον φοβήθηκα,κράταγα την αναπνοή μου μην ακούσει μη με δεί.<<Στο καλό μπαξεδάκι μου στο καλό>> μουρμούρισε με φωνή παραπονιάρικη, πονετική.Ξάφνου σαν αναστέναγμα,σα σφάχτης να το πέρασε με σπαραγμό μεγάλο,τίναξε το κεφάλι του ψηλά. Έμπηξε μια φωνή μεγάλη σα νάθελε και εκείνο να τον ακούσει <<στο καλόόό…στο καλόόό , μπαξεδάκι μου>>.Σαλτάρισε στο πλάτωμα πήρε το δρόμο,χάθηκε στο σκοτάδι.Σαν να άκουσα πατήματα στο δρόμο που πάει για τον Αγιό Θανάση.Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά του.Τόσα χρόνια πέρασαν . Χρόνια δύστυχα ταλαιπωρημένα όλο πίκρες, βάσανα,συμφορές η μια πίσω από την άλλη.
Με συμπαθάτε παρασύρθηκα.Είχε πουλήσει το μπαξέ του ο άμοιρος κατά πως έμαθα.
Πώς να μην πονέσει ο δόλιος; Είχε μπεί βαθιά μες στο πετσί του τούτος ο μπαξές.
Τον πούλησε για να προικίσει το κορίτσι του κι ήταν το τελευταίο χτήμα που είχε.

Πόσα καλοκαίρια τονέ δρόσιζε; Πόσα τον εκοίμιζε; κείνο
το τσαρδί , το ξοχικό σπιτάκι καθώς το έλεγε; Πόσες φορές καθότανε δω και το καμάρωνε; Και τώρα; Άλλοςθα το χαίρονταν.Τούτο δεν το χώνευε,όχι δα δεν του πούλησε και το τσαρδί .Γκάπ-γκούπ το διέλυσε.Λαμπάδιασε κάτω το ποτάμι.Στ’ ακίνητα νερά του λάμιες λουζότανε και δίπλα τους νεράϊδες στήνανε χορό.
Ανάμεσα στις φυλωσιές μιας καρυδιάς και στη ρίζα,τα ξωτικά
χοροπήδαγαν.<< Νύχτα γεμάτη θάματα,νύχτα γεμάτη

Γιώργης Άρας
Υ.Γ:Μη με ρωτήσετε για το ψευδώνυμο.Δεν θα σας το πώ, παρ’ όλο ότι,όπως με πληροφοράει φίλος, ε!!! ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι.
Σημείωση από τη σύνταξη της ''Β΄΄.
Η όμορφη αυτή ιστορία είναι του αείμνηστου συμπατριώτη μας,
Γεωργίου Ν.Γεωργακόπουλου,ενός φιλοπρόοδου ανθρώπου και
θερμού υποστηρικτή του προοδευτικού κινήματος της Βαλύρας,
που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 1984.Πρωτοδημοσιεύτηκε
δε στην εφημερίδα, ''Η Βαλύρα της Μεσσηνίας'', που εξέδιδε ο
Σύλλογος Βαλυραίων της Αθήνας του οποίου υπήρξε ιστορικό μέλος.
***
Οι φωτογραφίες είναι του επίσης αείμνηστου Νίκου Γ.Περιβολάρη,
γραμματέα του Θάμυρη που έφυγε από τη ζωή στις 20/09/1985
στα 26 μόλις χρόνια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου