
Γράφει:ο Ακαδημαϊκός Κος Γεώργιος Γιακουμής
Η Γεωγραφική θέση της Βαλύρας.
Η Βαλύρα είναι χτισμένη πάνω σ’ έναν ομαλό λόφο, σε υψόμετρο 37 μέτρων περίπου, και δεσπόζει στον ολόγυρα καταπράσινο κάμπο με τα πολλά νερά και τις πλούσιες δενδροκαλλιέργειες. «Τζεφερεμίνι» ονομαζόταν παλιά, γι’ αυτό οι ντόπιοι ζήτησαν τη μετονομασία του (σε Βαλύρα, που ήταν το αρχαίο όνομα της Μαυροζούμαινας, παραπόταμου του Παμίσου).
Είναι βέβαιο ότι η περιοχή γύρω από το λόφο είχε ανέκαθεν οικονομική αξία, καθώς μαρτυρείται από τα μνημεία της – τα οποία υποπτευόμαστε ότι είναι περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουν οι ίδιοι οι κάτοικοί της και κυρίως σπουδαιότερα απ’ όσο νομίζουν… Δυστυχώς, ο συρμός των συνεχών αλλαγών, η αδιαφορία για την παράδοση, η ξενομανία, η μοντέρνα εύκολη ζωή, ίσως και ο αγροτικός κάματος των χωριανών, δεν έχουν επιτρέψει στους ανθρώπους αυτούς να γνωρίσουν καλά τα στοιχεία της τοπικής ιστορίας και, κυριότατα, να αναδείξουν την πολιτισμική τους κληρονομιά συντηρώντας, ανακαινίζοντας και εξωραΐζοντας τα μνημεία του τόπου τους!
Το χρέος των κατοίκων.

Τα μνημεία της Βαλύρας.
Γύρω από την Βαλύρα σώζονται, σε μέτρια κατάσταση, 4-5 σημαντικά βυζαντινά μνημεία, τα οποία δυστυχώς αγνοούνται από τα παιδιά τού δημοτικού σχολείου, του σχετικά κοντινού γυμνασίου και του λυκείου. Ίσως και πολλοί μεγαλύτεροι, όπως οι γονείς των παιδιών αυτών, έχουν επισκεφθεί τα μνημεία αυτά, αφού κανείς δεν τους έχει ενημερώσει σχετικά με την αξία τους και κανείς δεν τους υπέδειξε τρόπους αναβάθμισής τους τουλάχιστον με καλλωπιστικές παρεμβάσεις στους περιβάλλοντες χώρους. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία κατά γενική ομολογία αρκείται σε ρόλο ανασχετικό κάθε σχετικής απόπειρας…
Εμείς, μετά από μια μικρή περιήγηση που κάναμε με οδηγό τον Χρήστο Παπαγεωργίου, φωτογραφήσαμε δύο επιστημονικών γνωστά μνημεία της Βυζαντινής εποχής και μάθαμε για άλλα δύο, που θα τα παρουσιάσουμε σε επόμενο ρεπορτάζ. Σήμερα αρκούμαστε στην παρουσίαση της σεμνής «Παναγίτσας» και του «»Αϊ-Βλάση» Βαλύρας.
Ο βυζαντινός ναΐσκος.
Περίπου ένα χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της Βαλύρας, πνιγμένο μέσα σε κάποιον ελαιώνα, βρίσκεται ένα Βυζαντινό εξωκκλήσι, το οποίο δεν φανερώνει την παλαιότητά του λόγω των παρεμβάσεων που έχει δεχτεί (με ευσεβείς βέβαια προθέσεις) από απλούς θεοσεβούμενους αλλά χωρίς γνώση «συντηρητές»/ευπρεπιστές. Οι παρεμβάσεις αυτές (τσιμεντοστρώματα, ασβεστώματα, εσωτερικά φατνώματα, επιχρίσματα κ.λ.π.) δίνουν αρχικά την εντύπωση ότι το κτίσμα δεν είναι παλαιότερο των δύο-τριών αιώνων, ενώ αυτό πλησιάζει την ηλικία των…χιλίων χρόνων!
Το ναΐδριο επισκέφθηκε και μελέτησε επιστημονικά ο πανεπιστημιακός καθηγητής της Βυζαντινολογίας Γ. Δημητροκάλλης. Μάλιστα το συμπεριέλαβε στο σπουδαίο σύγγραμμά του «Άγνωστοι Βυζαντινοί Ναοί της Ι.Μ. Μεσσηνίας», που κυκλοφόρησε, ως Β΄ τόμος προ 3-4 ετών αφιερωμένο στον «θνηπόλον Μεσσηνίας Χρυσόστομον».
Η αρχιτεκτονική του.

Εσωτερικά, ο ναΐσκος δεν εμφανίζει τα στοιχεία της μακράς του ηλικίας εξαιτίας των «ευσεβών» παρεμβάσεων τόσο στη φάτνωση της στέγης όσο και στους σοβατισμένους τοίχους. Ο εισερχόμενος κατεβαίνει δύο πέτρινα σκαλοπάτια, για να βρεθεί στο επίπεδο του ιερού χώρου, που δε δείχνει ουδέ ίχνος ζωγράφησης, επειδή είναι επανειλημμένα σοβατισμένος. Στο Ιερό Βήμα, εκτός από την αψίδα, δεξιά και αριστερά ανοίγονται δύο βαθιές και τυφλές κόγχες (η Πρόθεση και το Διακονικό). Η αγία Τράπεζα είναι χτιστή στο κάτω μέρος της.
Τεκμήρια παλαιότητας.

Εκτός του πλινθοπερίκλειστου συστήματος τοιχοποιίας, ένας άλλος τρόπος διακόσμησης διακρίνεται στις δύο επιμήκεις πλευρές του μνημείου: πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία που οι ερευνητές διαφωνούν αν πρέπει να ονομάζονται «γράμματα» ή «πλίνθια τεθειμένα διαγωνίως, οριζοντίως ή καθέτως εις διαφόρους συνδυασ

Με βάση αυτά τα «γράμματα», λοιπόν, καθώς και την αναλογία μήκους-πλάτους του κτίσματος, ο καθηγητής Γ. Δημητροκάλλης χρονολογεί το μνημείο τον 11ο αιώνα. Πρόκειται επομένως για ένα μνημείο σχεδόν χιλίων ετών, που είναι κρίμα να παραμένει άγνωστο, υποβαθμισμένο και εγκαταλελειμμένο στην ευσεβή έστω προθυμία των απλών ανθρώπων να το σοβατίζουν, να το ασβεστώνουν, να τσιμεντοστρώνουν γύρω κατά τρόπο άκομψο, να το στεγάζουν με όχι βυζαντινά κεραμίδια κ.λ.π.
Ανάγκη ανάδειξής του.
Κατά τη γνώμη μας, ο γύρω χώρος πρέπει να οριοθετηθεί με φυσικούς πασσάλους, να καθαριστεί από τους στερεούς ρύπους, το τσιμεντένιο προαύλιο να γίνει πέτρινο, να δημιουργηθούν ξύλινα παγκάκια, να καθαριστούν οι τοίχοι από το μεταγενέστερο κονίαμα, να γίνουν έργα στερέωσης αρμών στην ανατολική πλευρά, κ.λ.π. Αλλά, για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά, είναι ανάγκη το χιλιόχρονο μνημείο να υιοθετηθεί από το γειτονικό σχολείο και τους δημοτικούς ή πολιτιστικούς φορείς – οι οποίοι να συμμετάσχουν χορηγικά ή με αυτεπιστασία, σε συνεννόηση πάντα με ειδικούς αρχιτέκτονες και, πάνω απ’ όλα, χωρίς την απαράδεκτη και εκνευριστική καθυστέρηση της γραφειοκρατικότατα λειτουργούσας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας – η οποία, βεβαίως, δεν ευθύνεται για το «σύστημα» που διέπει τις ενέργειές της αλλά μπορεί ωσ

Η λαϊκή παράδοση.
Ρώτησα τους χωρικούς της Βαλύρας τι διασώζει η λαϊκή ζωή και παράδοση για το εκκλησάκι της Παναγίας. Καταρχήν το μνημείο αυτό θα πρέπει να ήταν άλλοτε μέσα σε κοιμητήριο. Ο τόπος στα βόρεια γύρω είναι σπαρμένος με ανθρώπινα οστά, που θάφτηκαν εκεί άγνωστο πότε. Πρέπει, επίσης, ο χώρος αυτός να συνδέεται με ένα παλιό πανηγύρι της Βαλύρας, στο Μπεζεστένι, στις εκδηλώσεις του οποίου η «Παναγίτσα» θα πρέπει να είχε κάποια λατρευτική θέση. Ακόμα, παλαιότερες και νεότερες αφηγήσεις ντόπιων και γερόντων (που μας διέσωσαν τόσο ο Γιάννης Λινάρδος, δημοσιογράφος, όσο και ο Παν. Παπαγεωργίου, αγρότης μεγάλης ηλικίας) μαρτυρούν ότι το εκκλησάκι διεδραμάτισε παλαιότερα κάποιο μυστηριώδη ρόλο, που εξήψε τη φαντασία των χωρικών. Σε άλλη ευκαιρία θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένα περιστατικά / ιστορήσεις. Εδώ απλώς θα καταγράψουμε την πιο πρόσφατη χρονικά – που συνέβη πριν 60 περίπου χρόνια:

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου